Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Οι δικοί μου Παξοί

γράφει η Ρένα Δούρου

Στα φοιτητικά χρόνια, εποχές σλίπινγκ μπαγκ και της κονσέρβας ΖΑΝΑΕ, οι Παξοί ως προορισμός φάνταζαν το ίδιο προσιτοί με τη Ν. Υόρκη. Μα κι αργότερα, όταν οι φήμες θέλουν να αράζουν στο νησί τα κότερα της ιταλικής αριστοκρατίας κι όχι μόνο, οι Παξοί δεν «ανεβαίνουν» στη λίστα για τις καλοκαιρινές διακοπές ούτε μία θέση.

Μέχρι που πριν λίγα χρόνια, ο Σφαλής –που όλοι οι Παξινοί και πολλοί άλλοι αγαπάμε να «κυνηγάμε»– μου έριξε την ιδέα: «Και γιατί, ρε Δούρου, δεν έρχεσαι στους Παξούς φέτος;». Χαμόγελο αντί για απάντηση και προσπέρασα. Μα άμα του Σφαλή του μπει η ιδέα θα σε ταλαιπωρήσει, θα ταλαιπωρηθεί και στο τέλος θα αναλογιστείς ότι η ταλαιπωρία δεν θα έχει τελειωμό μέχρι να υποχωρήσεις.

Και μια Παρασκευή απόγευμα αντίκρισα το λιμάνι του Γάη, με το αγγλικό προξενείο να δεσπόζει στην αποβάθρα του παλιού λιμανιού και να διαγκωνίζεται να κερδίσει το βλέμμα από την εκκλησία της Αναλήψεως, το βενετσιάνικο κάστρο του Αϊ-Νικόλα και το Μουσείο των Παξών. Εκείνο, όμως, που μου έκλεψε τη ματιά και το νου είναι το φιoρδ που δημιουργούν στο απάνεμο λιμάνι τα δυο νησάκια. Ένα φιόρδ που δεν προκαλεί δέος σαν εκείνα της Β. Ευρώπης. Μα με τα τιρκουάζ νερά του και το καταπράσινο του πεύκου σε τυλίγει σε μυρωδιαστή αγκαλιά σαν εκείνη της Eλληνίδας μάνας και της μεσογειακής γης.


Και στο δρόμο για τον Λογγό με το παλιό εργοστάσιο ελαιοτριβείο, σαπωνοποιείο του Ανεμογιάννη ή για τη Λάκκα με τον πέτρινο φάρο, θα περάσεις από τα Μαγαζιά. Και θα ξαποστάσεις στο καφενείο του Μπουρνάου με το τσίπουρο ροδόσταμο, το κρασί μέλι, μα πιο μελιά από τη ματιά του Κωστή δεν έχει, όταν δεν σερβίρει, μα σε νοιάζεται. Κι έγινε ο Μπουρνάος απάγκιο για σπουδαίες κουβέντες κι ετικέτα με αφιέρωση στην κουζίνα το χειμώνα γιομάτη κουράγιο και στοργή. Σαν εκείνη που περιβάλλει η Νίκα το ζευγάρι των γαϊδουριών που αρνούνται να ζευγαρώσουν, τη Ζουρλή κι όλα τα πετεινά του ουρανού των Παξών. Και δεν προφταίνει για αυτό να ρίξει μια βουτιά μαζί μου στο Λεβρεχιό ή την Κακή Λαγκάδα, γιατί θέλει να δώσει ώρα στο εξαιρετικό ψάρι κουκάρι μπιάνκο που θα με περιμένει μετά στην αυλή. Μοναχά για τον Ερημίτη κάνει παραχώρηση.

Και ας μας βγαίνει η γλώσσα στην ανηφοριά, στο γυρισμό να προλάβουμε τον Σπύρο και τη Μαρί, τον Θανάση, τη Μαρία μας, που μας περιμένουν στη Φουντάνα στο τρίστρατο, κάτω από τις υπεραιωνόβιες ελιές. Ευλογημένοι οι Παξοί που το ξακουστό βαθυπράσινο των νερών τους χαϊδεύει τα μάτια του επισκέπτη και στην ξηρά. Χιλιάδες λιόδεντρα φτιάνουν μια θάλασσα που στο κάθε θρόισμα του αέρα κύματα υψώνονται ασημοπράσινα.

Μα τον τόπο δεν τον κάνουν μονάχα τα απόκρημνα βράχια, οι ακρογιαλιές και τα ιστορικά του μονοπάτια. Τον κάνουν προπάντων οι άνθρωποι. Τα χωρατά και οι ιστορίες τους, που φθάνουν από τη Βενετιά ως τις εξεγέρσεις των πάντα ανήσυχων Επτανησίων, φέτος στα εκατόν πενήντα χρόνια της ένωσης με την Ελλάδα ξεπηδούν απίστευτες αφηγήσεις. Οι γεύσεις τους οι μοναδικές και τα τσίπουρα, αποστάγματα ζωής σταλιά-σταλιά, σου δείχνουν κρυμμένες αλήθειες. Και οι ντοπιολαλιές, και κάθε λογής μουσικές που αδύνατο πια να βρεις τις άκρες τους, απλά σε συνεπαίρνουν! Ναι, αυτοί οι Παξοί, οι δικοί μου, δεν έχουν άκρη, αρχή και τέλος, μόνο οι στιγμές που κάθε φορά
δεν θέλω  να τελειώσουν...

Για αυτό κάθε χρόνο ζητώ από όσους με έχουν έννοια να εύχονται να με φέρνει ο δρόμος και το καράβι στην παρέα όσων ξεκινάμε από νωρίς για τα καντάρια με τη σούπα, ανήμερα της Παναγίας.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου