Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Ένα κατ' ευφημισμόν σωφρονιστικό σύστημα

γράφει η Σοφία Βιδάλη*
Οι υποθέσεις Ρωμανού και Κωστάρη είναι δύο περιπτώσεις που είναι ιδιαίτερες, επειδή δεν αφορούν αιτήματα επιείκειας κ.λπ., αλλά την εφαρμογή του νόμου που η ίδια η πολιτεία έχει θεσπίσει.

Προφανώς, η περίπτωση του Νίκου Ρωμανού συγκεντρώνει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για πολλούς λόγους: η σχέση του νεαρού κρατούμενου με τον δολοφονημένο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο αποτελεί ένα γεγονός που καθόρισε την πορεία του και η πολιτεία θα όφειλε να έχει φροντίσει να απαλυνθούν τα σημάδια αυτής της καταφανούς θυματοποίησης και ψυχικού τραύματος του ανήλικου τότε Ρωμανού.

Η στάση του Ρωμανού και των συνεργών του στη ληστεία του Βελβεντού, σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, δεν δείχνει σαφώς έναν στυγνό και άτεγκτο δράστη, ούτε και επικίνδυνο γενικά και αόριστα (παρά τις αντίθετες απόψεις που προβάλλονται).

Αντίθετα, η στάση του Νίκου Ρωμανού έως τώρα δείχνει ότι είναι επικίνδυνος, μάλλον επειδή αποκαλύπτει την επιλεκτική λειτουργία του συστήματος και την αθέτηση των κανόνων που το ίδιο το σύστημα έχει θέσει. Εκτός από τη συγκίνηση ή την οργή που προκαλεί αυτή η υπόθεση, έχει σημασία νομίζω να σταθεί κάποιος σε γενικότερες εκτιμήσεις που προκύπτουν στο πλαίσιό της για τη λειτουργία ειδικά του σωφρονιστικού συστήματος.

Η υπόθεση Ρωμανού δεν έχει τόσο ανάγκη νομικής τεκμηρίωσης για να του χορηγηθεί η άδεια (αυτή είναι δεδομένη), αλλά θέτει γενικότερα δικαιοπολιτικά ζητήματα. Εάν η πολιτεία ήθελε, το ζήτημα των αδειών θα είχε λυθεί. Ομως δεν θέλει: εδώ και χρόνια το ζήτημα των αδειών των κρατουμένων και ειδικά το ζήτημα των εκπαιδευτικών αδειών προκαλεί την οργή και το λαϊκιστικό παραλήρημα πολλών συντηρητικών κύκλων που επικαλούνται μια α λα καρτ σωφρονιστική πολιτική. Η απόδραση του Χριστόδουλου Ξηρού αποτέλεσε μια χρυσή αφορμή για το πάγωμα των αδειών, κυρίως εκείνων που με κάποιο τρόπο θα μπορούσαν να προκαλέσουν συζητήσεις.

Το ζήτημα έχει ειδικό ενδιαφέρον εάν προσέξουμε καλύτερα τι προβλέπεται στο γενικό πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας: ο νόμος, δηλαδή ο Σωφρονιστικός Κώδικας, δεν αναφέρεται πουθενά ρητά στον σκοπό της ποινής η ποινή στη χώρα μας δεν έχει κανέναν στόχο σωφρονισμού ή άλλον (η κοινωνική επανένταξη συνάγεται εμμέσως) σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Πρόκειται για μια ρεαλιστική, όπως χαρακτηρίστηκε στην εποχή της, ρύθμιση, που σήμερα βλέπουμε τις συνέπειές της: νομικά δεν νομίζω ότι μπορεί να επικαλεστεί κάποιος ως σκοπό της ποινής την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων, πόσο μάλλον τον σωφρονισμό τους, όχι μόνο επειδή η κατάσταση στις φυλακές είναι αφόρητη, αλλά επειδή ο νόμος δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Αντίθετα, κύρια μέριμνα προκύπτει να είναι η ασφάλεια του ίδιου του συστήματος, δηλαδή της φυλακής και της διοίκησής της και τίποτα άλλο, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και κυρίως σύμφωνα με την εφαρμογή της. Ολες οι άλλες ρυθμίσεις, ακόμα και αυτές που αφορούν τα δικαιώματα των κρατουμένων, τίθενται υπό τη σκέπη και την προϋπόθεση αυτής της σκοπιμότητας (χωρίς όμως να προβλέπεται πουθενά). Δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματικότητα του Σωφρονιστικού Κώδικα και όποιος επικαλείται τον σωφρονισμό, εκτός του ότι φαίνεται να μην κατανοεί ότι ο σωφρονισμός ως ιδέα έχει απαξιωθεί και από τη σύγχρονη φιλελεύθερη και από την κριτική θεωρία και έρευνα, φαίνεται να αγνοεί και ότι δεν προβλέπεται στην ελληνική νομοθεσία. Οποιος επίσης επικαλείται την κοινωνική επανένταξη του κρατούμενου φαίνεται ότι δεν έχει παρακολουθήσει τις αλλαγές στο ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα. Αυτές οι παρατηρήσεις δεν είναι νέες. Εχουν διατυπωθεί εδώ και χρόνια στην Ελλάδα.

Σήμερα όμως, υπό το φως των όσων συμβαίνουν, η απουσία του σκοπού της ποινής (ειδικά αυτής του εγκλεισμού) ξανασυναντιέται με την πραγματική καθοδηγητική ιδέα της, δηλαδή αυτή που θεωρεί ότι ο εγκληματίας από ευχαρίστηση και ελεύθερη επιλογή αποφάσισε να εγκληματήσει (απομονώνοντας το υποκείμενο από το κοινωνικό πολιτικό περιβάλλον του) και επίσης ότι η μόνη αντίδραση σε αυτό το πλαίσιο (όταν δεν είναι η ανταπόδοση του κακού που έκανε) είναι η απόσυρσή του και εξαφάνισή του κυριολεκτικά από την κυκλοφορία. Ετσι προστατεύεται η κοινωνία, επιμένουν οι υποστηρικτές της άποψης αυτής. Στην Ελλάδα, την εποχή που θεσπίστηκε ο Κώδικας η απάλειψη του σκοπού της ποινής φαινόταν λογική, καθώς ο νομοθέτης ήθελε να «τελειώσει» με την από τότε απαξιωμένη ιδέα του σωφρονισμού και αργότερα με την ιδέα τής διαρκώς μη πραγματοποιούμενης κοινωνικής επανένταξης, με τον όρο όμως ότι θα εφαρμόζονταν και όλα τα άλλα μέτρα και θεσμοί που ο κώδικας προέβλεπε: όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Στο πέρασμα του χρόνου, η προσέγγιση αυτή σε συνδυασμό με την κατάσταση στις φυλακές και με τις πολιτικές τιμωρητικότητας που επίσημα ακολουθούνται έδωσε τη δυνατότητα να έρθει ως φυσικό επακόλουθο η πρόταξη της ασφάλειας του συστήματος. Γι' αυτό και οι υποθέσεις του Νίκου Ρωμανού και του Ηρακλή Κωστάρη είναι σημαντικές: αποκαλύπτουν τον εκδικητικό και απάνθρωπο χαρακτήρα του συστήματος έκτισης ποινών κατά της ελευθερίας, όχι για λόγους σχετικούς με τη λειτουργία ή δυσλειτουργία του συστήματος, αλλά για λόγους σχετικούς με την πολιτική ιδέα που βρίσκεται πίσω από τη νομική διάταξη.

Μόνο αν λάβουμε υπόψη τα παραπάνω μπορεί να γίνει κατανοητή η σκληρότητα και η κοινωνική αναλγησία που πολλοί καταμαρτυρούν στους διαχειριστές αυτής της υπόθεσης: δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο όμως, αλλά κατά τη γνώμη μου για τη βαθιά πεποίθηση ότι το έγκλημα, η παρανομία είναι περίπου εκ γενετής τάση του ατόμου ή, το λιγότερο, μια εκτροπή σε μια κατά τα άλλα νομοταγή κοινωνία που όλα πάνε κατ΄ευχήν. Εκεί είναι το πρόβλημα και γι' αυτό κανείς δεν διανοείται να μπει, έστω και ως υπόθεση εργασίας, στη θέση του εγκληματία, ποσό μάλλον του κρατούμενου, πόσο μάλλον ενός κρατούμενου όπως ο Ρωμανός.

Αφού λοιπόν ούτε νομικά μπορεί να γίνει επίκληση σε έναν κάποιο σκοπό της ποινής που να υπερτερεί της ασφάλειας του συστήματος, ούτε δικαιοπολιτικά, σύμφωνα με τη διαφαινόμενη κρατούσα άποψη, μπορεί να αναμένεται να πειστούν οι αρμόδιοι για την ανάγκη εφαρμογής στην πράξη της νομοθεσίας, το ζήτημα γίνεται καθαρά πολιτικό. Ετσι, χωρίς να το θέλουν, όσοι διαχειρίζονται την υπόθεση δίνουν έρεισμα στον Ρωμάνο και τους ομοϊδεάτες του να επιβεβαιώνουν την άποψή τους, ότι δηλαδή είναι κρατούμενοι πολέμου: η δημοκρατία όμως δεν μπορεί να κάνει πόλεμο με τους εγκληματίες της, γιατί δέχεται ότι είναι δικοί της και έχουν βγει μέσα από τους κόλπους της. Οταν δεν το δέχεται και παραβιάζει τους νόμους που η ίδια έχει θεσπίσει, τότε δικαιώνει όσους την αρνούνται. Και θα πρέπει να εξαντλήσει εγκαίρως όλα τα μέσα για να αποτρέψει και να ανακόψει κάθε προσβολή δικαιωμάτων ανθρώπων που βρίσκονται στην εξουσία της. Αυτή είναι η βάση επί της οποίας πρέπει να στηριχτούν και νομικά επιχειρήματα κατά τη γνώμη μου και να γίνει σεβαστή έτσι η ισχύουσα με συνταγματική ισχύ πλέον (ως εσωτερικό δίκαιο) νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Εκτός από αυτά όμως, η υπόθεση του Νίκου Ρωμανού αποκαλύπτει και κάτι επιπλέον που είναι εξίσου πολιτικό: ο Νίκος Ρωμάνος, εάν ζήσει, θα βγει από τη φυλακή γύρω στα 30 και κάτι. Θα θέλαμε έναν τριαντάρη άγριο και θυμωμένο, χωρίς προσόντα και πλήρως πλέον αφομοιωμένο από το σύστημα κατασκευής εγκληματιών, όπως είναι η φυλακή; Θέλει η πολιτεία να δώσει το μήνυμα ότι όσοι καταδικάζονται για σοβαρά εγκλήματα δεν έχουν δεύτερη ευκαιρία; Ακόμα και ο ισχύων Σωφρονιστικός Κώδικας δεν εμπεριέχει ούτε εμμέσως μια τέτοια θέση. Επίσης, ποια θα είναι η επόμενη μέρα για την κατάσταση στο σωφρονιστικό σύστημα σε μια ενδεχόμενη μοιραία έκβαση της υπόθεσης αυτής; Τέλος, δεν θα όφειλε η πολιτεία να αναγνωρίσει σε έναν νέο άνθρωπο το σθένος να διεκδικεί και να προσπαθεί έμπρακτα για μια κοινωνική επάνοδο; Αν όλα όσα έχουν διατυπωθεί έως σήμερα δεν επαρκούν για τη χορήγηση της άδειας, τότε θα ανέμενε κάποιος να υπάρξει το σθένος μιας δημόσιας δήλωσης αρμοδίως, ότι «ναι, θέλουμε όποιος μπαίνει στη φυλακή να γίνεται ζωντανός νεκρός», αλλά να το πούμε ευθέως.

* η Σοφία Βιδάλη είναι καθηγήτρια του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

Πηγή: www.efsyn.gr
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου