Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Η μέχρι στιγμής διαπραγμάτευση: Οι κινήσεις και τα όρια


Τί συνέβη στη διαπραγμάτευση μέχρι τώρα; Δύσκολο να γίνει πλήρης αποτίμηση, πολλές οι λεπτομέρειες και η «εποικοδομητική ασάφεια», το σίγουρο πάντως είναι ότι τα τρια αλλεπάλληλα Eurogroup και οι δεκάδες επίσημες, ανεπίσημες, τηλεφωνικές και εκ του σύνεγγυς επαφές του Αλ. Τσίπρα δεν ήταν υγιεινός περίπατος στην εξοχή.

Αν δούμε χοντρικά και αφαιρετικά δύο στρατόπεδα, το ελληνικό και το γερμανικό, μπορούμε να πούμε ότι οι Γερμανοί τα ήθελαν όλα και πήραν τα μισά και η ελληνικη κυβέρνηση ήθελε πολλά και πήρε μερικά.

Δεν ξεκινούσαν βέβαια από την ίδια αφετηρία. Από τη μία είχαμε μια μικρή χώρα με πρόσφατη λαϊκή εντολή και από την άλλη ένα μπλοκ, που όσο και αν δεν ήταν μπετοναρισμένο, βασικοί παίκτες του μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να απειλήσουν με στραγγαλισμό το τραπεζικό σύστημα.

Ο Βαρουφάκης που είναι καλός στις παρομοιώσεις, μίλησε για «εικονικό πνιγμό». Οι προηγούμενοι κυβερνώντες, ήλπιζαν και περίμεναν ότι η σημερινή κυβέρνηση θα αναγκαστεί να συμμορφωθεί πλήρως αφού η παγίδα του ασφυκτικού χρονικού περιθωρίου είχε στηθεί με πρωτοβουλία τους. Αυτό δεν συνέβη.

Η διεθνοποίηση του θέματος

Η τοποθέτηση του ελληνικού θέματος σε ευρωπαϊκή και πολιτική βάση είχε ως λογικό επακόλουθο να πάρει ανάλογη πόζα και η άλλη πλευρά. Και για λόγους επίδειξης ισχύος αλλά και λόγω συγκυρίας. Η Γερμανία, μέσω του ΕΛΚ και των κομμάτων του, κυβερνούσε Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα. «Η Ελλάδα ψήφισε Αριστερά, αυτό πρέπει να μην επαναληφθεί, άρα πρέπει να ακυρώσουμε πολιτικά την νέα κυβέρνηση διότι αμφισβητεί και εμάς και το μοντέλο μας» είναι μια σκέψη που λογικά έγινε στο Βερολίνο.

Εξ ου και η ανοικτά εχθρική και εκβιαστική στάση του Σόιμπλε που απαιτούσε υποταγή, αλλά και η υστερική στάση των ΥΠΟΙΚ Ισπανίας και Πορτογαλίας. Αν το δει κανείς έτσι, τότε η στρατηγική αυτή της Γερμανίας δεν επεκράτησε αλλά της επιτρέπεται να το υποστηρίζει.

Η ελληνική άμυνα σε αυτήν την επίθεση πάλι, δεν έχει επαρκείς συμβολισμούς ώστε να αναπτερώνει το ηθικό του κόσμου και να συνιστά καθαρή επιτυχία. Θα κριθεί στο περιεχόμενο της πολιτικής, εκεί που θα κριθεί και το αν οι εταίροι διατρέχονται απο ιδεολογικές ακαμψίες ή αν, όπως λένε, θέλουν να ορθοποδήσει η Ελλάδα. Πρέπει να είναι κανείς αφελής για να πιστευει ότι η Γερμανία επιθυμεί να διαλευκανθουν οι υποθέσεις πολιτικης διαφθοράς στην Ελλάδα. Φάνηκε άλλωστε και απο την αντίδραση του Σόιμπλε. Όσο για το θέμα του χρέους, είναι σαφές οτι η ελληνικη πλευρά υποχώρησε, αφου όμως πρώτα πυροδότησε μια ευρεία συζήτηση γι αυτό, η οποία συνεχίζεται.

Ένας οδικός χάρτης για ξήλωμα της λιτότητας

Σε κάθε περίπτωση, αυτή η κυβέρνηση χαράζει έναν οδικό χάρτη για άλλες κυβερνήσεις ότι μπορούν να αντιπαρατεθούν με την ορθοδοξία των πολιτικών λιτότητας ακόμα και στη σημερινή Ευρώπη, κάνοντας πολιτική διαπραγμάτευση. Αυτό την καθιστά επικίνδυνη για τις ευρωπαικές ελίτ. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η τοποθέτηση του θέματος σε ευρωπαϊκή και σε πολιτική βάση, εν όψει εκλογών σε Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα και ίσως θα ήταν καλύτερη μια χαμηλών τόνων και πιο «υπηρεσιακή» προσέγγιση για λιγότερες τριβές.

Σε αυτό απαντάει ο Βαρουφάκης λέγοντας ότι στο Eurogroup, οι περισσότεροι υπουργοί είναι δικηγόροι που έχουν στα χέρια τους χαρτιά με όρους και υπογραφές. Η ελληνικη πλευρά ήταν υποχρεωμένη να θέσει τα ζητήματα φωναχτά, να διατυπώσει τα προφανή ερωτήματα στα οποία απάντηση άλλη οι εταίροι δεν έχουν εκτός απο την υπογραφή του κ. Σαμαρά.

Επίσης η ελληνική πλευρά είχε ανάγκη, η επιχειρηματολογία της να μπει στην καθημερινή πολιτική ατζέντα διεθνώς. Από κει προέκυψαν και οι εκατοντάδες συγκεντρώσεις και δηλώσεις συμπαράστασης παγκοσμίως και η ευρεία δημοσιότητα του ελληνικού θέματος.
  
Η επαγγελία της  αόριστης ρήξης και το εσωτερικο μέτωπο

Μέσα σε όλη αυτην την κατάσταση είναι απολύτως εύλογο, πολλοί αριστεροί να αναρωτιούνται «μπας και κάναμε μια τρύπα στο νερό». Ή ανησυχούν όπως ο Μανώλης Γλέζος που γνωρίζει τη σημασία των συμβολισμών και της λαϊκής κινητοποίησης στην πολιτική. Ή άλλοι να λένε, «μεχρι εδώ μπορέσαμε, τέλειωσε».

Το αν τα καταφέραμε ή όχι θα δείξει μέσα στους επόμενους μήνες και στο εξωτερικό μέτωπο -στη στάση δηλαδή των απέναντι- αλλά και στο εσωτερικό, αν δηλαδή θα μπορέσει η κυβέρνηση να φορολογήσει τους πλούσιους και να ξηλώσει τη διαπλοκή. Αν το προσπαθήσει η υποστήριξη του λαού θα συνεχιστεί.

Αν κάνει ό,τι μπορεί, αλλά οι εταίροι ζητάνε τον Σαμαρά με άλλο όνομα, τότε μπαίνει ευλόγως το ερώτημα της ρήξης και χρειάζεται εξειδίκευση:

Θα είναι επιλογή, απειλή ή εξαναγκασμός; Ρήξη είναι κάνουμε την πολιτική μας και δεν πληρώνουμε χρέος μέχρι να τα βρούμε; Ρήξη είναι το παραπάνω συν μπλοκάρισμα όλων των αποφάσεων της  ΕΕ; Ρήξη είναι έξω από το ευρώ; Αν τεθεί σκληρά το μέσα ή έξω από το ευρώ τί θα πούμε; Ο λαός τί θα πει; Χρειάζονται εκλογές ή δημοψήφισμα για τη ρήξη ή συμπεριλαμβάνεται στην εντολή της 25ης Ιανουαρίου;

Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εξετάζει όλα τα σενάρια με τα υπέρ και τα κατά, ώστε να μπορεί σε κάθε περίπτωση να είναι πειστικός στη διαπραγμάτευση και στον κόσμο. Διότι, η εμπειρία των τελευταίων ημερών απέδειξε ότι την ίδια ώρα που πλημμυρίζουν οι πλατείες από συμπαράσταση και αποσύρονται οι καταθέσεις από τις τράπεζες, μια κυβέρνηση δεν είναι εύκολο να διαπραγματευθεί, πολλώ μάλλον να πάει σε ρήξη. Αν οι αναλήψεις καταθέσεων ήταν οργανωμένο σχέδιο μεγαλοκαταθετών, τότε είναι κάτι αναμενόμενο το οποίο όμως θα πρέπει να μπορεί να αντιμετωπιστεί. Αν οι αναλήψεις ήταν από ανθρώπους που έχουν μικροποσά, τότε υπάρχει ζήτημα εμπιστοσύνης. Η σημερινή κυβέρνηση έχει την εμπιστοσύνη των πολιτών ανάγκη όσο το οξυγόνο.

Στους επόμενους μήνες θα κριθούν όλα όσα μπορούμε κι όσα δεν μπορούμε και όσα περνάνε απο το χέρι μας. Χρειάζεται λοιπόν αποφασιστικότητα άλλες στιγμές ευέλικτη ή ακόμα και παρελκυστική στάση σε κάποιες άλλες. Και να μην ξεχνάμε  τις εκλογές στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Μια εκλογική νίκη της Αριστεράς σε αυτές τις χώρες θα αλλάξει πλήρως το σκηνικό.

Πηγή: www.avgi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου