της Εβίτας Καραγεώργου*

Η αντιμετώπιση των θεμάτων παιδείας, περισσότερο από οιοδήποτε άλλον τομέα στη θεματική της διακυβέρνησης, απαιτεί νηφαλιότητα, σταθμισμένες κινήσεις και διάλογο ουσίας με όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Και τούτο όχι μόνον από επιλεγμένη πολιτική μετριοφροσύνη και σύνεση εντός της δύσκολης συγκυρίας, στάσεις άλλωστε που καθόλου δεν εξυπακούονται την καθολική αποδοχή, αλλά από και μόνη την πραγματικότητα ό,τι αφορούν στα νέα παιδιά, ο χειρισμός των υποθέσεων των οποίων καθίσταται ούτως ή άλλως παιδαγωγικά δυσχερής και συχνά απρόβλεπτος.

Τα πρόσφατα δύο παραδείγματα τόσο σχετικά με την τράπεζα θεμάτων όσο και με τη διενέργεια εξετάσεων για τα πειραματικά, έδειξαν ότι βιαστικές κινήσεις και αψυχολόγητες αποφάσεις οδηγούν σε παλινωδίες, μεταστρέφοντας το καθολικό δίκαιο της τέλεσής τους σε απολογία, κατά το κοινώς λεγόμενο «εκεί που μας χρωστάγανε μας πήραν και το βόδι»...

Και τα δύο μέτρα, τράπεζα θεμάτων και πρότυπα πειραματικά, θεσμοθετήθηκαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις με μία κοινότητα χαρακτηριστικών:

Ήταν μέτρα που ενέτειναν τον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευση, καθώς επέβαλαν ποσοτικοποιημένα, υψηλά εξεταστικά στάνταρς στους μαθητές και κατά προέκταση στις οικογένειες τους.

Ήταν μέτρα που υποτιμούσαν τον εκπαιδευτικό και το παραγόμενο εκπαιδευτικό έργο, επιβάλλοντας πρακτικές ελέγχου και εξαναγκασμού, πέρα μακριά της ουσίας της αξιολογικής αποτίμησής τους.

Ήταν μέτρα που επιβλήθηκαν παρά τον ισχυρό αντίλογο της εκπαιδευτικής κοινότητας και χωρίς κανέναν αξιολογικό και ουσιαστικό έλεγχο επί της σύστασης και της λειτουργίας των ιδίων ως θεσμών.

Απολύτως αναγκαία η αναθεώρησή τους. Όχι όμως η αιφνιδιαστική και απροσχεδίαστη κατάργησή τους, μεσούσης της σχολικής χρονιάς.

Για δύο καίριους λόγους:

Ο πρώτος είναι ότι η αιφνίδια αλλαγή του εξεταστικού πλαισίου βάλλει κατά του υφιστάμενου προγραμματισμού, εντός του οποίου μαθητές και διδάσκοντες έχουν ήδη δρομολογήσει τη φοίτησή τους και δαπανήσει δυνάμεις των οποίων προσδοκούν την ικανοποίηση, έστω και αν αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ευλόγως βαθμοθηρική.

Ο δεύτερος και ουσιαστικότερος έχει να κάνει με το ότι η κατάργηση κάθε ανεπιθύμητου μέτρου πρέπει να βρίσκει το δυναμικό και εξισορροπητικό της, αντίστοιχο, αν δε θέλει να μένει απλά στο επίπεδο της ανακουφιστικής ελάφρυνσης.

Κάτι τέτοιο, απαιτεί χρόνο και σχεδιασμό, για δημιουργική απόκρουση των δυσμενών, προτέρων ρυθμίσεων.

Και πάνω από όλα, απαιτεί ειλικρινή διάλογο με τους ειδικούς και τους ενδιαφερόμενους, που να καταλήγει σε συμπεράσματα και συγκερασμό αντιτιθέμενων απόψεων.

Στα θέματα παιδείας πρέπει να βρούμε τη συνεννόηση, στη βάση των αναγκών και των διαθέσεων των νέων ανθρώπων που ωριμάζουν εντός της και σε μεγάλο βαθμό δι' αυτής της.
 
* δρ φιλόλογος, ε.τ. σχ. σύμβουλος

Πηγή: www.avgi.gr