γράφει ο Κώστας Μελάς

Το πρώτο που χρειάζεται να αναδειχθεί είναι το ότι για πρώτη φορά δημοσίως και ευθαρσώς ελληνική κυβέρνηση (στα χρόνια του Μνημονίου) καταθέτει την πρότασή της για ελάφρυνση του χρέους της χώρας. Μέχρι σήμερα οι προηγούμενες
κυβερνήσεις φαίνεται ότι αποδέχονταν ασμένως τις προτάσεις των δανειστών.

Η πρόταση, ή μάλλον το λογικό πλαίσιό της, κινείται απολύτως στη σωστή κατεύθυνση τόσο από πολιτικής όσο και από οικονομικής σκοπιάς. Εξηγούμαι: Από πολιτικής πλευράς εξουδετερώνει σε μεγάλο βαθμό το προβαλλόμενο (έντεχνα κατασκευασμένο προπαγανδιστικά) επιχείρημα από πολλές πλευρές ότι δεν είναι δίκαιο να πληρώσουν οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι την όποια απομείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους.

Από οικονομικής πλευράς κινείται εντός δοκιμασμένων ατραπών παρεμφερών περιπτώσεων άλλων χωρών. Δεν πρόκειται για πρόταση που βρίσκεται εκτός της πραγματικότητας που διέπει τις αναδιαρθρώσεις δημοσίου χρέους. Εφάπτεται δηλαδή με τις συνήθεις πρακτικές που έχουν χρησιμοποιηθεί στο πρόσφατο αλλά και στο απώτατο παρελθόν.

Ας δούμε όμως περισσότερο συγκεκριμένα ορισμένες πτυχές της πρότασης. Η ανταλλαγή χρέους, ομόλογο έναντι των διακρατικών δανείων (52,9 δισ. ευρώ) και δανείων EFSF (143,8 δισ. ευρώ) με ρήτρα ανάπτυξης (ονομαστικός ρυθμός μεγέθυνσης), θεωρώ ότι θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή με σχετική ευκολία διότι εξασφαλίζει στους πιστωτές την επιστροφή των χρημάτων τους, ενώ παράλληλα δίνει τη δυνατότητα σε μια οικονομία που υποφέρει από δραματική απώλεια του 25% του εισοδήματός της και έχει δραματική ανάγκη χρησιμοποίησης των παραγομένων πλεονασμάτων της για την ανάπτυξή της. Η εκροή των υψηλών πλεονασμάτων, όπως είχαν υπολογισθεί με το προηγούμενο πρόγραμμα, επέτεινε την ασφυξία μιας ήδη κατατονικής οικονομίας. Βεβαίως, μένει να διατυπωθούν οι τεχνικές λεπτομέρειες (π.χ. ποιο θα είναι το ύψος του ρυθμού μεγέθυνσης) της πρότασης για να είμαστε σε θέση να προβούμε σε πληρέστερη αξιολόγηση. Πάντως επαναλαμβάνω, είναι μια ακριβοδίκαιη πρόταση.

Η ανταλλαγή χρέους, διηνεκές ομόλογο έναντι των διακρατούμενων ομολόγων της ΕΚΤ (ύψους περίπου 27 δισ. ευρώ), ενώ βρίσκεται εντός της προηγούμενης σωστής λογικής, φαίνεται ότι θα αντιμετωπίσει περισσότερες ενστάσεις, για να μην πω δυσκολίες, δεδομένου ότι ο αντισυμβαλλόμενος φορέας, εν προκειμένω η ΕΚΤ, όχι τόσο λόγω του καταστατικού της όσο κυρίως διότι μια τέτοια ενέργεια θα σηματοδοτήσει στροφή 180ο μοιρών στην ακολουθούμενη μέχρι τώρα πολιτική της. Αν στη θέση της βρισκόταν η FED ή η Τράπεζα της Αγγλίας, η λύση αυτή θα είχε ήδη πραγματοποιηθεί. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειώσω ότι η ανταλλαγή χρέους με το διηνεκές ομόλογο έχει εξαιρετική σημασία για την ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους, αφενός γιατί στην ουσία θα «παγώσει» το συγκεκριμένο χρέος, κάτι που ουσιαστικά σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει, αφετέρου διότι τα συγκεκριμένα ομόλογα (για τα οποία το Ελληνικό Δημόσιο δεν καταβάλλει ούτε τοκομερίδια ούτε κεφαλαιακά κέρδη με απόφαση της ΕΚΤ) ωριμάζουν μέχρι το 2020, περίοδο που η ελληνική οικονομία χρειάζεται να μεγεθυνθεί με υψηλούς ρυθμούς και έχει ανάγκη όλων των παραγομένων πλεονασμάτων για να εξυπηρετήσουν μόνο αυτόν τον σκοπό.

Η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδα «φυσιολογικά» στην παρούσα συγκυρία αποτελεί αναγκαία συνθήκη χωρίς να επιδρά αρνητικά στις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.

Η πρόταση της νέας κυβέρνησης επίσης απομειώνει σημαντικά το δημόσιο χρέος σε όρους παρούσας αξίας, αλλά και σε πραγματικούς όρους αν ληφθεί υπόψη το «πάγωμα» του χρέους προς την ΕΚΤ. Καθιστά παράλληλα διαχειρίσιμη την εξυπηρέτησή του με τρόπο αμοιβαία επωφελή για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.

Σηματοδοτεί, τέλος, μια οικονομία απαλλαγμένη από το βάρος ενός μη διαχειρίσιμου χρέους επιτρέποντας υψηλότερες αξιολογήσεις από το διεθνές περιβάλλον.

Πηγή: www.avgi.gr