Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Να μοιράζεσαι τη σιωπή

γράφει η Αθηνά Κ.Π.

Καθόταν στην άκρη του δρόμου. Το τοπίο γύρω της άγνωστο, μα αυτό ήταν συνηθισμένο πια. Το σακίδιο κρεμόταν από το δεξί της μπράτσο, σαν σε θέση ετοιμότητας, μα της φαινόταν πολύ βαρύ ξαφνικά  για να σηκωθεί και να συνεχίσει το δρόμο της. Στο κάτω κάτω δεν είχε αποφασίσει ακόμη προς τα πού θα ήταν αυτή τη φορά ο δρόμος της.

Το καλό με τις μοναχικές περιπλανήσεις είναι πως δεν χρειάζεται να ακολουθήσεις άλλο ρυθμό παρά τον δικό σου. Το κακό είναι πως μερικές φορές ο ρυθμός σου μπορεί να μην είναι αρκετός για να συνεχίσεις.

Έτσι ήταν από πάντα. Ένα σακίδιο στην πλάτη και έξω από την πόρτα. Την είχαν συνηθίσει και οι γονείς και οι φίλοι πια και δεν την έψαχναν απεγνωσμένα τόσο συχνά. Ίσως το είχαν πάρει απόφαση πως θα κρατούσαν μαζί της επαφή όποτε και αν το ήθελε εκείνη, κάτι που πολύ πίκραινε τους δικούς της.
 
Ύστερα, όμως, από τόσα χρόνια στο δρόμο, τόσες υπέροχες ανακαλύψεις, για πρώτη φορά, είχε σταματήσει και σκεφτόταν στ’ αλήθεια. Για πρώτη φορά, ύστερα από πάντα, ήθελε λίγη παρέα.

Τα ταξίδια είχαν ξεκινήσει ως φυγή. Από την
πραγματικότητα, από τους ανθρώπους, από τη ρουτίνα. Στην αρχή κάθε ταξίδι σημάδευε και κάτι άσχημο που άφηνε πίσω. Τώρα πια δεν είχε μείνει τίποτε πίσω, ούτε άσχημο ούτε ωραίο. Για την ακρίβεια, δεν είχε μείνει καν κάποιο «πίσω».

Κοίταξε γύρω της. Καθόταν σε μια πέτρα κάτω από μια τεράστια ιτιά. Μπροστά της, ο δρόμος χωμάτινος, γεμάτος λακκούβες. Γύρω δέντρα γεμάτα τζιτζίκια απασχολημένα με το δυνατό τραγούδι τους. Και κάπου κάπου μερικά τιτιβίσματα  πουλιών. Αυτοκίνητο είχε να περάσει πάνω από ώρα. Ο ήλιος γλιστρούσε μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων και χάιδευε απαλά τα μαλλιά και την πλάτη της.

Ένιωσε την ανάγκη να μοιραστεί αυτή την ηρεμία και τη σιωπή, κι αυτό της φάνηκε αρκετά  περίεργο. Κάποιες φορές αναρωτιόταν  τι διαφορά θα είχε μια παρέα σε όλο αυτό. Δεν θα κατέστρεφε όλες αυτές τις στιγμές  που απλά ήθελε να σταθεί και να παρατηρήσει, να ακούσει, να αισθανθεί; Όταν είσαι με κάποιον δεν πρέπει να αλληλεπιδράς, δεν είναι αυτή η σημασία του να μην είναι κάποιος μόνος του;

Κι όμως, όποτε τύχαινε να βρίσκεται ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους,  συμμετείχε στις συζητήσεις τους με μεγάλη δυσκολία. Της φαίνονταν όλα τόσο ανούσια και την κούραζε η προσπάθεια να επικοινωνήσει. Τις  περισσότερες φορές δεν καταλάβαινε γιατί τους απασχολούσαν όλα αυτά που συζητούσαν με τόση θέρμη. Δεν καταλάβαινε τι ένιωθαν και τι ήθελαν. Μα πιο πολύ δεν καταλάβαινε τι έκανε εκείνη εκεί. Κάθε φορά  ξεκινούσε με ενθουσιασμό και υπομονή, να προσπαθήσει να ακούσει και να ακουστεί, μα έβρισκε πως στο τέλος απλά κατέληγε να ακούει δύσπιστα και να μη μιλά καθόλου.

Κάποιος της είχε μάθει να μην εκτίθεται στους άλλους, πως ήταν «επικίνδυνο». Μα, αλήθεια, όλα αυτά  που ήθελε να μοιραστεί ήταν τόσο δικά της και βαθιά  που, αλίμονο, το να «εκτεθεί» ήταν το λιγότερο. Αν, λοιπόν, περιόριζε τον εαυτό της, έμεναν μονάχα επιφανειακές κουβέντες. Κουβέντες που τη δυσκόλευαν μιας και δεν είχαν νόημα για εκείνη.

Ξαφνιάστηκε όταν η σκέψη της γύρισε ξανά στο συνηθισμένο της μότο «Καλύτερα μόνη μου.». Νόμιζε πως τόση ώρα έκανε μια μικρή πρόοδο και αυτό την ενόχλησε. 

Ο γνωστός θόρυβος μηχανής που αγκομαχούσε την έβγαλε από τις σκέψεις της και βιάστηκε να σηκωθεί για να κάνει ωτοστόπ. Είχε βαρεθεί να περπατάει. Ο οδηγός, για καλή της τύχη, σταμάτησε και δέχτηκε να την πετάξει μέχρι το επόμενο χωριό. Μπήκε σκεπτική στο σκονισμένο κόκκινο αγροτικό και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Δίπλα της, ένας ασπρομάλλης με ραγισμένο δέρμα  κι ένα χαμόγελο πιο αστραφτερό και από τον ήλιο. Αυτός ανήκει στους ανθρώπους που συμπαθείς με μια ματιά, αποφάσισε.

«Τι κάνεις εδώ ολομόναχη, κορίτσι μου;» τη ρώτησε με μια δυνατή φωνή, γεμάτη ζωηράδα, που την έκανε να χαμογελάσει. Της θύμισε τον παππού της. «Γυρίζω.» του απάντησε λακωνικά, ως συνήθως. «Μάλιστα, πιστεύεις πως κοντεύεις να το βρεις;» ήρθε αμέσως μια απρόσμενη απάντηση. «Ποιο;» τον ρώτησε απορημένη. «Αυτό που ψάχνεις, παιδί μου. Αλλιώς δεν θα γύριζες τόσο πολύ. Σε κατάλαβα, είσαι συνηθισμένη στο δρόμο.» «Μα δεν ψάχνω κάτι.» του απάντησε λίγο εκνευρισμένη. Ποιος ήταν αυτός που νόμιζε πως ήξερε για εκείνη και της πέταγε κουβέντες με εκείνο το μόνιμο χαμόγελο; Τότε εκείνος  γέλασε και ο ήχος ήταν βαθύς και αληθινός. «Άρα αυτό είναι το πρόβλημα, δεν ξέρεις ακόμα. Θα σε ρωτήσω μονάχα κάτι: Πριν που καθόσουν εκεί, δεν σου έλειπε κάτι από τη σιωπή;» Ύστερα χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά όταν είδε την έκφρασή της. «Κι εγώ έτσι ήμουν, μέχρι που κάποιος με ρώτησε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Νομίζω ήρθε η ώρα να ανταποδώσω τη χάρη.»

Ο διάλογος αυτός την είχε μπερδέψει. Φαινόταν σαν κάποιος άλλος να είχε σκεφτεί το ίδιο με εκείνη. Ή μήπως ήθελε να είναι έτσι και έβγαζε συμπεράσματα από τα τυχαία λόγια ενός αγνώστου που της  έκανε τον  πολύξερο; «Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε.» του απάντησε λίγο περισσότερο εχθρικά απ’ ότι  λογάριαζε. Τότε ο ασπρομάλλης την κοίταξε σαν να οργάνωνε τη σκέψη του και μίλησε με πιο σοβαρή φωνή: «Να μοιράζεσαι τη σιωπή, παιδί μου. Αν το πετύχεις αυτό, τότε όσες  φορές κι αν χρειαστεί να φύγεις, θα θέλεις να επιστρέφεις. Σου έχει τύχει ποτέ να μη χρειάζεται να  πεις  λέξη για να σε καταλάβει κάποιος, σου έχει τύχει να μη νιώθεις αμηχανία στη σιωπή αλλά να την απολαμβάνεις ενώ δεν είσαι μόνη σου;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Σίγουρα όχι. Αλλιώς δεν θα ήσουν εδώ με αυτό το βλέμμα της υπερήφανης μοναχικότητας. Δε λέω κορίτσι μου, το καλύτερο πράγμα είναι τα ταξίδια, ψάξε, όμως , για συνοδοιπόρους από αυτό το είδος, που σου ταιριάζει. Πάντα έχουν κάτι να σου δώσουν. Άλλωστε, τι θα ήταν όλα αυτά τα όμορφα μονοπάτια χωρίς κάποιον να λαχανιάζει δίπλα σου;»

Ήταν το προφανές  της κάθε πρότασης  που την προβλημάτισε. Στη στιγμή κάτι άλλαξε θέση κάπου μέσα της, υπερβολικά γρήγορα και αθόρυβα. Ο λόγος  του καλοσυνάτου αγνώστου θύμιζε  παιδικά βιβλία γεμάτα αθωότητα και σιγουριά πως όλα θα γίνουνε σωστά.

Ποιος ξέρει τι συνέβη και έχασε αυτή τη σιγουριά, δεν θυμόταν καν πότε άρχισε να αμφισβητεί τη χρησιμότητα των άλλων ανθρώπων. Βρήκε πως υπήρχε ένα κενό, που δεν το είχε ονομάσει μέχρι τώρα. Δεν είχε σημασία, όμως, μιας και αυτή η καινούργια περιγραφή της συντροφιάς της φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστική. Θα έπρεπε να μάθει ξανά να ανακατεύεται με τους άλλους κι όχι μόνο να  προσποιείται. Θα έπρεπε να μάθει να  μην απορρίπτει τόσο εύκολα. Δεν θα ήταν εύκολο με όλες τις παραξενιές της, αλλά τώρα πια είχε ένα στόχο κι αυτό τη γέμιζε ανακούφιση και ελπίδα. Μάλιστα θα μπορούσε να ξεκινήσει από τώρα. Γύρισε το κεφάλι της  και χαμογέλασε στον οδηγό.

 «Πώς σας  λένε;»…



Πηγή: psyxesolikisaleseos.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου