γράφει ο
Γώργος Ανανδρανιστάκης
Πήγα το πρωί του Σαββάτου στον φούρνο της γειτονιάς μου ν' αγοράσω ψωμί και γάλα για την οικογένεια, έβγαλα το κολλαριστό πεντάευρο να πληρώσω κι ο φούρναρης μου το έτριψε στο πρόσωπο, για να μην πω «στη μούρη» και κατηγορηθώ για λαϊκισμό.
Τι έπαθες, κυρ Παναγιώτη, του λέω. Δεν τα 'μαθες, ρε ζαγάρ; Γυρίσαμε στη δραχμή, βρε αχαΐρευτε, Σκάι δεν βλέπεις, ρε τσοπανογεγέ; Είσαι και δημοσιογράφος, βρε στουρνάρι ξεπαπούτσωτο.
Επί του αισθητικού, ο κυρ Παναγιώτης ήταν ολίγο μπρουτάλ, μπρουταλέστερος του επιτρεπόμενου, θα έλεγα. Επί της ουσίας, όμως, είχε χίλια δίκια. Όποιος είδε και άκουσε Σκάι την Παρασκευή το απόγευμα, δεν επέστρεψε απλώς στη δραχμή, στη θαλπωρή της μήτρας επέστρεψε, μπας και σωθεί από την επικείμενη θεομηνία.
Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω. Από τον Μπογδάνο, που περιέγραφε τη συνέντευξη Βαρουφάκη - Ντάισελμπλουμ σαν να ήταν πολεμική σύγκρουση από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών; Από τον Μπάμπη Παπαδημητρίου που προφήτευσε από το δελτίο ότι τη Δευτέρα θα επικρατήσει «πανικός στο συναλλακτικό κοινό που θα τρέξει στις τράπεζες. Τελειώνουν τα μετρητά, τελειώνει η ρευστότητα»; Μόνο η μπέρτα, η βακτηρία και το φλεγόμενο άρμα τού έλειπε του Μπάμπη για να γίνει απολύτως πειστικός.