Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Για το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού

του Κύρκου Δοξιάδη *

Σκηνή πρώτη: Πριν από τρία χρόνια βρισκόμουν σε νησί των Κυκλάδων για Πάσχα.

Το Μεγάλο Σάββατο καθόμουν το πρωί σε καφενεδάκι και παρακολουθούσα διάλογο ανάμεσα σε δύο τύπους
μεσήλικες στον δρόμο, λίγα μέτρα μπροστά μου.

Ας πούμε ο ένας «μορφωμένος», ο άλλος «λαϊκός». Ο «μορφωμένος» εξηγούσε στον «λαϊκό» ότι η Ανάσταση είναι μόνο μία και ότι αυτά που λένε για «μικρή Ανάσταση» το πρωί του Μ. Σαββάτου είναι σαχλαμάρες.

Η κουβέντα εξελίχθηκε σε θεολογική συζήτηση για την αξία της νηστείας.

Επρόκειτο βέβαια για κατήχηση από τον «μορφωμένο» προς τον «λαϊκό». Ο «μορφωμένος» στην εμφάνιση κάθε άλλο παρά «θεούσος» -με «τρέντι» σπορ ντύσιμο, άνετος και χαμογελαστός.

Σκηνή δεύτερη: Πριν από περίπου μία εβδομάδα, σε άλλο κυκλαδίτικο νησί.

Ο διάλογος αυτή τη φορά διεξαγόταν σε μπαρ, από τα πιο «in» της Χώρας του νησιού, με υπέροχη θέα που σε χαλαρώνει, ιδίως εκείνη την ώρα, δηλαδή λίγο πριν βραδιάσει.

Οι συνομιλούντες, που κάθονταν στο διπλανό μου τραπεζάκι, ήταν ένας παπάς, νέος σχετικά στην ηλικία, και ένας εικοσάρης περίπου, μάλλον ντόπιος, αλλά «τρέντι» κι αυτός, κι αν έκρινες από τα λεγόμενά του, μάλλον γόνος ευκατάστατης οικογένειας.

Επρόκειτο για κανονική τελετουργία εξομολόγησης, στην πιο εκσυγχρονισμένη της εκδοχή.

Ο νεαρός προσφωνούσε τον ιερέα «πάτερ», αλλά κατά τα άλλα του μιλούσε για τα προσωπικά του με περίσσια άνεση, όπως θα απευθυνόταν σε κάποιον μεγαλύτερό του φίλο.

Ο παπάς τον άκουγε με προσοχή και παρενέβαινε ρωτώντας, αναλύοντας ή συμβουλεύοντας, ποτέ όμως με αυστηρό ή αυταρχικό ύφος.

Ασήμαντα περιστατικά μιας αφανούς καθημερινότητας, που η κοινωνικο-επιστημονική μου «επαγγελματική διαστροφή» επέλεξε να ανασύρει στην επιφάνεια της δημοσιότητας, προκειμένου να λειτουργήσουν ως παραδείγματα μιας ιδεολογικής κατάστασης της σύγχρονης Ελλάδας.

Παραθέτω τώρα τις καταληκτικές φράσεις του άρθρου του Τάσου Παππά με τίτλο «Κράτος και Εκκλησία» στην «Εφ.Συν.» του περασμένου Σαββάτου (30.7.2016, σελ. 8):«Ελπίζουμε η κυβέρνηση να μείνει σταθερή έως το τέλος [υπέρ του διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας]. Πάντως στοίχημα δεν θα βάλουμε. Ξέρουμε τη δύναμη της Εκκλησίας, ξέρουμε επίσης και την έγνοια των κομμάτων εξουσίας να μην κάνουν πράγματα που φοβούνται πως θα δυσαρεστήσουν ευρύτερα ακροατήρια».

Συμμερίζομαι απόλυτα τις διαπιστώσεις του Τ. Παππά.

Το ζήτημα που τίθεται βέβαια είναι ότι εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε με αριστερό κόμμα εξουσίας.

Οχι με ΠΑΣΟΚ, είτε στην (ανδρεο-)παπανδρεϊκή είτε στη σημιτική του φάση -με αριστερό κόμμα, επαναλαμβάνω.

Το θέμα του θεσμικού διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας ίσως (και τονίζω εδώ το ίσως όσο μπορώ για να μην παρεξηγηθώ ότι αυθαιρετώ σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα) είναι το μόνο στο οποίο οι θεσμοί αποκλείεται να παρέμβουν.

Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τους έχουν πλησιάσει παρασκηνιακά κύκλοι της Εκκλησίας ή του (ακρο)δεξιού εγχώριου καθεστώτος, δεν θα τολμούσουν καν, δεν θα έβρισκαν το οποιοδήποτε πρόσχημα.

Το επιχείρημα που συνήθως προβάλλεται, προκειμένου να δικαιολογούνται κάποιοι δισταγμοί για θεσμικές αλλαγές που κρίνεται πως «θίγουν το κύρος» της Εκκλησίας, είναι ότι η Αριστερά πρέπει να σέβεται το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού και να μην το θυσιάζει στο όνομα κάποιας δικής της «ιδεολογικής καθαρότητας» που έχει να κάνει με τον αθεϊσμό της ή έστω με την τήρηση των αρχών της ανεξιθρησκίας.

Με τον όρο «θρησκευτικό συναίσθημα», στο μυαλό μας έρχεται η εικόνα ενός ηλικιωμένου ζευγαριού από λαϊκή τάξη που στενοχωριέται μαθαίνοντας πως τα εγγόνια του δεν κάνουν προσευχή στο σχολείο -όπως θα στενοχωριόταν αν μάθαινε πως στο χωριό τους δεν έχει πια λειτουργία στην εκκλησία κάθε Κυριακή.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες όμως, τουλάχιστον από την εποχή του «σκοπιανού» ζητήματος κι έπειτα, η Εκκλησία της Ελλάδας έχει «εκσυγχρονιστεί».

Που σημαίνει ότι δεν περιορίζεται στον παραδοσιακό της ρόλο, αλλά παρεμβαίνει δυναμικά στην καθημερινότητα των ανθρώπων με αποτελεσματικές μεθόδους, συνιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν υπολογίσιμο ιδεολογικό αντίπαλο της Αριστεράς.

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται, ως προς την πρόθεση της αριστερής κυβέρνησης να προχωρήσει στις σχετικές θεσμικές αλλαγές, δεν έχει να κάνει με το δίλημμα να δυσαρεστήσει ή όχι κάποιον κόσμο που διατηρεί δεσμούς με τη λαϊκή μας παράδοση, αλλά με το αν έχει τη διάθεση, ως Αριστερά, να ανταγωνιστεί (επιτέλους) επί ίσοις όροις με έναν αντίπαλο που, προς το παρόν τουλάχιστον, υπερισχύει.

Το διακύβευμα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο την εποχή της κρίσης, κατά την οποία τη δυσαρέσκεια και την απελπισία των λαϊκών τάξεων σπεύδουν να καρπώνονται ιδεολογικοί-θρησκευτικοί μηχανισμοί προς όφελος των δικών τους σκοπιμοτήτων.

* καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου