Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Ωδή στη χαρά




"Μα τι να πω τέλος πάντων
ντρέπομαι και να το πω
πως ειν' ωραίος ο κόσμος
επειδή σ' αγαπώ"
("Τα τραγούδια της Χαρούλας" - Λοΐζος - Ρασούλης - Πυθαγόρας, 1979)


Αγρύπνια, αψηλάφητο ζώο, δίχως μια στάλα στοργή. Σκληρό καλοκαίρι, σκληρός ο περασμένος χειμώνας, κάθε πέρσι και καλύτερα, κι ο επόμενος ποιος ξέρει τι... Και τα χρόνια περνάνε κι η ζωή αλλάζει προς το χειρότερο, δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία, δίχως να υπολογίζει τη δικιά σου αγωνία. Κι ο χρόνος λιγοστεύει κι ο κόσμος όσο πάει αγριεύει.

Και οι ρυτίδες πληθαίνουν και τα μαλλιά ασπρίζουν κι οι έρωτες σπανίζουν, χλωμιάζουν στη σκιά. Φίλοι φεύγουν ξαφνικά, φίλοι φεύγουν αργά και βασανιστικά, φίλοι φεύγουν απλώς απ' τη ζωή σου. Σχέσεις χρόνων διαλύονται, διαψεύσεις αλλεπάλληλες, κόστος καθημερινό, που ακόμα δεν συνήθισες. Κάθε μέρα και μια είδηση αρρώστιας, κάθε μέρα και μια προειδοποίηση θανάτου. Κάθε μέρα αιμορραγεί ο έξω κόσμος, κάθε μέρα η καρδιά σου στη Γάζα βομβαρδίζεται, και τό 'χεις ξαναζήσει τόσες φορές αυτό...

Και ψάχνεις μια νύχτα φωτός μέσα στον ζόφο και ψάχνεις τη σωτηρία της ψυχής μέσ' την αλληλεγγύη και ψάχνεις να στηρίξεις την προσωπική σου αντίσταση με κόκκινα γάντια που αντέχουν στη χλωρίνη. Χτυπημένοι απ' τις σφαίρες της κρίσης, όλοι ανεξαιρέτως οι συνήθεις ένοχοι, ενοχικοί αριστεροί, προσπαθούμε να επιδέσουμε τα τραύματά μας με πορείες, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, ακτιβισμούς, να βοηθήσουμε για να βοηθηθούμε, να διαλύσουμε τον φόβο και τον θυμό μας, μέσα στον φόβο και τον θυμό των πολλών.

Κι είναι πολύ νωρίς μέσα στον κόσμο αυτό. Δεν έχουν ημερέψει οι ανθρώποι κι η καημένη η ανθρωπότητα δεν πρόλαβε να γράψει ούτε το άλφα, κι αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε, σου φωνάζουν οι ποιητές.

Ψάχνεις μια θάλασσα να σε γιατρέψει και το παλιό σύνθημα με τον ιμπεριαλισμό και τη μοναξιά τό 'χεις τόσες φορές αντιστρέψει... αλλά έχεις μία ζωή, μόνο μία, και δεν σου φτάνει πια μόνο ο θυμός για να τραφείς, θέλεις ανάσες, θέλεις χαμόγελο, θέλεις χαρά.

Μα τι χαρά μου λες, ο κόσμος υποφέρει και πεινά κι εσείς τα ίδια παραμύθια. Μακάρι κι έτσι, πες μου, το παραμύθι σου εγώ πιστεύω. Γιατί αν πάψω να το πιστεύω, θα μ' έχουν νικήσει.

Θα μας έχουν νικήσει, θα έχουμε ηττηθεί, όταν ξεχάσουμε τα τριαντάφυλλα, όταν νιώθουμε ένοχοι επειδή ερωτευόμαστε, επειδή πάμε σινεμά, επειδή ξεκουραζόμαστε μερικές μέρες, όταν ντρεπόμαστε σχεδόν να πούμε ότι περάσαμε όμορφα, επειδή υπάρχει η Γάζα, η Μανωλάδα, οι καθαρίστριες.

Μέσα απ' αυτό το φονικό, μονάχα η γεύση της χαράς θα μας σώσει. Μονάχα η διεκδίκησή της θα μας ενώσει. Κι όποιος την έχει ξεχάσει, όποιος την ενοχοποιεί, είναι ήδη νεκρός.


Τι να πω σε μια πόλη με καπνούς και τσιμέντα,
τα κομπιούτερ δε λένε για αγάπη κουβέντα.
Τι να πω;
Τι να πω, Παναγιά μου, στης αυλής το παιδί
που φεγγάρι τ' Αυγούστου δεν μπορεί πια να δει;
Τι να πω;

Μα τι να πω τέλος πάντων;
ντρέπομαι και να το πω:
πως είν' ωραίος ο κόσμος
επειδή σ' αγαπώ!

Τι να πω σε μια πόλη με καπνούς και τσιμέντα,
τα κομπιούτερ δε λένε για αγάπη κουβέντα.
Τι να πω;

Τι να πω στο φαντάρο που φυλάει στη σκοπιά του
και ριπές τον γαζώνει η πικρή μοναξιά του;
Τι να πω;
Τι να πω στις γυναίκες μες στο άδειο χωριό
που 'χουν άντρα στην πόλη και στα ξένα το γιο;
Τι να πω;

Μα τι να πω τέλος πάντων;
ντρέπομαι και να το πω:
πως είν' ωραίος ο κόσμος,
επειδή σ' αγαπώ!

Τι να πω στο φαντάρο που φυλάει στη σκοπιά του
και ριπές τον γαζώνει η πικρή μοναξιά του;

Μουσική: Μάνος Λοϊζος 
Στίχοι: Πυθαγόρας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου