Μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι του νεοφιλελευθερισμού, τότε που φαινόταν κυριολεκτικά ανίκητος, σε μια ξεχασμένη γωνία του πλανήτη κάποιοι επέλεξαν να ανάψουν μία φλόγα. Ήταν
πρωτοχρονιά του 1994 όταν η εξέγερση των Ζαπατίστας θύμιζε σε όλο τον κόσμο ότι η ιστορία δεν έχει τελειώσει.

Κάπου στις ΗΠΑ ένας ανώνυμος δημιούργησε μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο και μέσα από αυτή άρχισε να διακινεί υλικό των Ζαπατίστας. Οι Ζαπατίστας ποτέ δεν έμαθαν ποιος ήταν ο ανώνυμος που τους βοήθησε στο πρώτο τους κυβερνοαντάρτικο. Έτσι τον αποκαλούνε απλά «αυτός».

Ένα παράδειγμα των ανθρώπων που θέλουν να αγωνίζονται με ανιδιοτέλεια χωρίς να ζητάνε τίποτα, «χωρίς να το κάνουν θέμα» όπως οι ίδιοι οι Ζαπατίστας θέλουν να λένε.


Οι άνθρωποι της ανιδιοτέλειας, αυτοί και αυτές που παλεύουν για μια μεγάλη ή μικρή συλλογική υπόθεση «χωρίς να το κάνουν θέμα» ήταν πάντα και είναι και σήμερα το στήριγμα κάθε συλλογικότητας της αριστεράς. Ήταν πάντα και είναι και σήμερα αυτοί και αυτές που αναγκάζουν την ιστορία να παίρνει σημαντικές στροφές και να ξαφνιάζει όσους είχαν βολευτεί στα προκαθορισμένα θεωρητικά τους σχήματα και στις βολικές τους νομοτέλειες.

Όλες και όλοι αυτοί/αυτές που πάλεψαν «χωρίς να το κάνουν θέμα» για την κυβέρνηση της αριστεράς έχουν κάθε λόγο σήμερα να είναι χαρούμενοι. Είναι όμως και κάτι περισσότερο από χαρούμενοι. Νιώθουν την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται για να δοθεί η μεγάλη μάχη. Μια μάχη που δεν περιλαμβάνει μόνο διαπραγμάτευση με υπερεθνικούς θεσμούς και ξένες κυβερνήσεις, αλλά μια σειρά κοινωνικών συγκρούσεων στο εσωτερικό της Ελλάδας.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της σημερινής συγκυρίας είναι η επιστροφή της πολιτικής. Η κοινωνική διαθεσιμότητα που αναπτύσσεται για συμμετοχή στην μάχη υλοποίησης μιας πολιτικής υπέρ της πλειοψηφίας και των κοινωνικών αναγκών. Η αποδόμηση του δόγματος «όλοι το ίδιο είναι». Η αίσθηση ότι η πολιτική δράση έχει νόημα, μπορεί να φέρει αποτελέσματα, μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας.

Το βλέπουμε στις αυθόρμητες πρωτοβουλίες στήριξης της διαπραγμάτευσης που δημιουργούνται. Το βλέπουμε σε παραδείγματα που ακούμε γύρω μας. Ας μου επιτραπεί να επικαλεστώ ένα τέτοιο παράδειγμα.

Σε μεγάλο εμπορικό κατάστημα ο προσωπάρχης συγκέντρωσε το προσωπικό για να ανακοινώσει την επαναφορά της Κυριακάτικής αργίας. Στην συνέχεια ανακοιίνωσε ότι ο κατώτατος μισθός θα επανέλθει στα 751. Αυτό σημαίνει την υπογραφή νέων συμβάσεων. Ταυτόχρονα όμως ενημέρωσε ότι οι συγκεκριμένες συμβάσεις θα είναι εικονικές και θα συνεχίσουν να πληρώνονται με το προηγούμενο καθεστώς.

Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι στον συγκεκριμένο εργασιακό χώρο εδώ και πολλά χρόνια δεν έχει υπάρξει οποιαδήποτε οργανωμένη εργατική διεκδίκηση. Η αντίδραση των εργαζομένων στην ανακοίνωση της «εικονικής αύξησης» ήταν άμεση. Αφού υπήρξαν απειλές καταγγελιών στην επιθεώρηση εργασίας, ο προσωπάρχης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει γρήγορα την αίθουσα για να αποφευχθούν τα χειρότερα.

Η φράση «θα φέρω την επιθεώρηση εργασίας», για όποιον γνωρίζει την κατάσταση που επικρατεί στους εργασιακούς χώρους, αποτελεί ιαχή πολέμου. Την ίδια στιγμή έρχεται να εκφράσει με το πιο κρυστάλλινο τρόπο την αυξημένη αυτοπεποίθηση που η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ έχει φέρει.

Αυτή η έκρηξη αυτοπεποίθησης και αξιοπρέπειας αποτελούν το οξυγόνο μιας ολόκληρης κοινωνίας. Πάνω σε αυτή τη βάση πρέπει να κινηθεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.

Μπροστά στο υπαρξιακό ερώτημα του ποια πρέπει να είναι η λειτουργία του κόμματος σήμερα, το πρώτο βήμα είναι το άνοιγμα του κόμματος σε όλο τον κόσμο που με ανιδιοτέλεια θέλει να παλέψει και να υπερασπιστεί την ευκαιρία που έχουμε μπροστά μας. Το άνοιγμα του κόμματος σε όλες και όλους που τόσο καιρό αγωνίζονται χωρίς να ζητάνε τίποτα για τον εαυτό τους, «χωρίς να το κάνουν θέμα».

Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα κόμμα χρήσιμο για τις μάχες που έχουμε να δώσουμε. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να έχουμε κόμμα που θα «στηρίζει με κριτικό τρόπο την κυβέρνηση και θα είναι ενάντια στο κράτος» όπως είχε πει ο σ. Δραγασάκης.

Χρειαζόμαστε ένα κόμμα ενάντια στο κράτος γιατί το κράτος είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια κυβέρνηση και ανθρώπους με καλή θέληση σε διάφορους μηχανισμούς.

Το κράτος είναι η με κάθε φορά μοναδικό τρόπο συμπύκνωση θεσμών, ιδεών, αντιλήψεων, κοινωνικών σχέσεων/πρακτικών και συσχετισμού δύναμης. Στο κράτος σήμερα συμπυκνώνονται χρόνια λειτουργίας και πρακτικών ξένων προς τα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Αυτή η πραγματικότητα θα χρειαστεί χρόνο για να ανατραπεί και δεν αποτελεί απλά ζήτημα νομοθετικών διατάξεων.

Για να αλλάξει το σχολείο που παράγει αποκλεισμούς, το πανεπιστήμιο που προωθεί την λογική του κέρδους και της αγοράς, ο εργοδοτικός δεσποτισμός στους χώρους εργασίας, ο θεσμικός ρατσισμός και πολλά άλλα δεν χρειάζονται απλά νέοι νόμοι. Χρειάζονται νέες κοινωνικές σχέσεις και αγώνες για να δημιουργηθούν και να ριζώσουν αυτές οι σχέσεις. Αγώνες μέσα από τους οποίους θα μετασχηματιστούν, θα καταργηθούν και θα δημιουργηθούν νέοι θεσμοί.

Μέσα από την παραπάνω μεθοδολογία προκύπτουν και οι σχέσεις μεταξύ κόμματος και κυβέρνησης. Το κόμμα δεν μπορεί ούτε απλά να οργανώνει την συναίνεση γύρω από το κυβερνητικό έργο, ούτε να αποτελεί το αριστερό αντίβαρο, την αριστερή αντιπολίτευση ενάντια στον κίνδυνο της ενσωμάτωσης.

Οι δύο παραπάνω λύσεις του προβλήματος συμμερίζονται την ίδια προβληματική μεθοδολογία ερωτημάτων και για αυτό καταλήγουν να είναι και οι δύο λάθος. Παραμένουν εγκλωβισμένες σε μία κυβερνητική λογική ανεξαρτήτως του πρόσημου που τελικά δίνουν. Το κόμμα δεν μπορεί να ετεροκαθορίζεται από την κυβέρνηση.

Το κόμμα πρέπει να αποτελέσει μια «μηχανή μάχης» για τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις που θα έχουμε μπροστά μας. Στο βαθμό που οι παραπάνω μάχες θα έχουν θετική έκβαση θα διευρύνονται και οι δυνατότητες της κυβέρνησης ακριβώς γιατί θα διευρύνεται ταυτόχρονα ο χώρος και το βάθος των ιδεών της αριστεράς μέσα στην κοινωνία.

Σε αυτή τη διαδικασία σίγουρα θα υπάρξουν διαφορετικές ιεραρχήσεις και προτεραιότητες ακόμα και αντιθέσεις ή συγκρούσεις με την κυβέρνηση χωρίς εκ των πρότερων να μπορούμε να κρίνουμε σε ποια μεριά θα βρίσκεται το δίκιο. Στην πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει εξωτερικό κριτήριο για το δίκιο και την αλήθεια. Όλα αυτά θα κριθούν μόνο από την ίδια την κίνηση και τις πρωτοβουλίες της κοινωνίας.

Σε τελευταία ανάλυση το πιο σημαντικό κριτήριο για ένα κόμμα της αριστεράς είναι κατά πόσο μπορεί να «υπηρετεί τον λαό», το οποίο μεταξύ άλλων σημαίνει να είναι χρήσιμο και να συμβάλει στους αγώνες και στις μορφές οργάνωσης που πολλές φορές η κοινωνία επιλέγει χωρίς να περιμένει τη σύμφωνη γνώμη καμίας αυτοανακηρυγμένης πρωτοπορίας. Με μία φράση, ήρθε η ώρα όχι απλά για την επιστροφή της πολιτικής, αλλά για το ριζικό μετασχηματισμό της, δηλαδή να κάνουμε τα πράγματα αλλιώς.
 
* μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ

Πηγή: www.avgi.gr