Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Σχετικά με τις νέες αλλαγές στο Λύκειο και στο σύστημα εισαγωγής

Ο «Πίθος των Δαναΐδων» ή ρίχνοντας νερό μέσα σε κόσκινο
γράφει ο Χρήστος Κάτσικας

Ένα από τα τρία βασικά ζητήματα του νομοσχεδίου αποτελεί η Υπουργική Τροπολογία «Τροποποίηση διατάξεων του ν.4186/2013 - Θέματα Γενικού και Επαγγελματικού
Λυκείου» η οποία αφορά στη διάρθρωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων των Γενικών Λυκείων και στο νέο σύστημα εισαγωγής στην Ανώτατη εκπαίδευση.

Στην Εισηγητική Έκθεση που συνοδεύει την Τροπολογία επισημαίνεται ότι πρόκειται για θέσπιση μεταβατικού πλαισίου για το σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, που «θα ισχύσει έως ότου μετά από ευρύ διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς θεσμοθετήσουμε συνολικά νέο σύστημα για το Λύκειο».

Ωστόσο, ενώ το Υπουργείο Παιδείας εστιάζει όλη την επιχειρηματολογία του στην αιτιολόγηση των αλλαγών, καμία συζήτηση δεν γίνεται για το περιεχόμενο και την ουσία της φοίτησης στη Λυκειακή εκπαίδευση.


Ας δούμε, όμως, την ουσία σε δυο βασικές παραμέτρους της λειτουργίας των Λυκείων και της φοίτησης των μαθητών σε αυτά:

Ποια, λοιπόν, θα είναι η λειτουργία του Λυκείου όταν η νέα σχολική χρονιά από τη μια απαιτεί την κάλυψη με εκπαιδευτικό προσωπικό 25.000 κενών θέσεων (πολλά από αυτά και στις κατευθύνσεις των Λυκείων) ενώ από την άλλη έχουμε διακηρυγμένη την προτεραιότητα ότι οι προσλήψεις θα υποταχθούν και τη νέα σχολική χρονιά στις αρχές της «δημοσιονομικής προσαρμογής» πρακτική που τα αποκαΐδια των συνεπειών της χαράζουν το σώμα, χρόνια τώρα, της σχολικής εκπαίδευσης;

Παράλληλα, για ακόμη μια φορά, οι εμπνευστές των αλλαγών, δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι η πλειονότητα των μαθητών έχουν χαμηλόμισθους ή άνεργους γονείς ή διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, άρα και άνισες δυνατότητες πρόσβασης σε κάθε μορφωτική διαδικασία. Να το πούμε απλά: χιλιάδες μαθητές/τριες θα πρέπει να κάνουν φροντιστήριο, ενώ οι γονείς τους αδυνατούν να τα πληρώσουν, ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους για το ποιος θα πατήσει πάνω στον άλλο, κερδίζοντας ένα μόριο παραπάνω, για να πετύχει την πολυπόθητη είσοδο στο πανεπιστήμιο.

Το «μαύρο κουτί» της εκπαιδευτικής λειτουργίας

Στη συζήτηση για το σύστημα πρόσβασης των υποψηφίων, οφείλουμε να επισημάνουμε τους οικονομικούς, κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς όρους που επιδρούν, στη διάρκεια της φοίτησης, πολύ πριν οι μαθητές, ως υποψήφιοι, φτάσουν στις πανελλαδικές εξετάσεις, στην έκβαση αυτής της φοίτησης και σε τελευταία ανάλυση στη διαφοροποιημένη κατάταξη των υποψηφίων. Ουσιαστικά οφείλουμε να στρέψουμε το μικροσκόπιο του ενδιαφέροντός μας και της πολιτικής και εκπαιδευτικής μας ανάλυσης στις λειτουργίες του υπαρκτού σχολείου από την πρώτη μικρή του δημοτικού, πολύ, δηλαδή πιο πριν από το τέλος της Λυκειακής βαθμίδας.

Ταυτόχρονα, χρειάζεται να αντιπαρατεθούμε αποτελεσματικά με τη θεωρία των φυσικών χαρισμάτων (αυτών που «παίρνουν» τα γράμματα) και άρα της «αναγκαίας επιλογής» μέσω εξετάσεων όσων μαθητών «αξίζουν» να προχωρήσουν.

Δεν υπάρχει «φαεινή ιδέα» για το εξεταστικό, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει αντίπαλη πρόταση αν δεν τοποθετηθεί κανείς για την ουσία της σχολικής εκπαίδευσης, καθώς, για όσους έχουν μάτια να δουν και την τιμιότητα να πιστέψουν στα μάτια τους είναι σαφές ότι, το σύστημα πρόσβασης δεν μπορεί να βρει δίκαιη λύση στο πλαίσιο των άνισων όρων που δημιουργεί η σημερινή εκπαιδευτική και κοινωνική πραγματικότητα. Οφείλουμε να μιλήσουμε για την εκπαίδευση και το σχολείο σε συνάρτηση με τις υπαρκτές σχέσεις παραγωγής, με το σύστημα εκμετάλλευσης που προσδιορίζει και καθορίζει τη σχολική εκπαίδευση.

Η εκπαιδευτική κοινότητα πρέπει να κοιτάξει το δάσος και όχι το δέντρο και να μιλήσει για όλα τα παιδιά. Αλλιώς θα «εγκλωβιστεί» σε μια επιφανειακή συζήτηση που θα επικεντρώνεται στην τελευταία τάξη του λυκείου, θα μεγαλοποιεί το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει αυτό καθαυτό το «σύστημα πρόσβασης» και θα αφήνει απέξω τα μεγάλα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος.

Χρειάζεται, επίσης, να αποκαλύψουμε ότι η «αυτονομία» ή «αποδέσμευση του Λυκείου» δεν εξαρτάται, σε τελευταία ανάλυση, από τις εξετάσεις πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρώτα - πρώτα γιατί κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα είναι λογικό να δένεται ως κρίκος μιας αλυσίδας με την επόμενη. Δεύτερον, γιατί, όπου κι αν μετατεθούν οι εξετάσεις πρόσβασης χρονικά, το Λύκειο θα συνεχίσει να είναι προθάλαμός τους, καθώς η «αξία» των τίτλων του Λυκείου στον υφιστάμενο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας δεν είναι εδώ και χρόνια συνδεδεμένη με κανένα επαγγελματικό δικαίωμα, ουσιαστικά είναι απαξιωμένη εργασιακά.

Έτσι και η νέα αυτή παρέμβαση του Υπουργείου Παιδείας, πριμοδοτεί την κατεύθυνση της τροποποίησης των πανελλαδικών εξετάσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση αποκρύπτοντας, υποτιμώντας ή αφήνοντας άθικτες όλες τις παραπάνω λειτουργίες και πρακτικές της σχολικής εκπαίδευσης, τους μηχανισμούς της κοινωνικής επιλογής στο σχολείο. Η στόχευση σε κάθε περίπτωση είναι μια νέα διαχείριση της ροής του μαθητικού πληθυσμού, με πλήρη «ηγεμονία» των αποτελεσμάτων των εξεταστικών δοκιμασιών.

Αναποδογυρίζοντας τη σχολική εκπαίδευση

Στα πλαίσια αυτά εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς:

α. Πρέπει να σταθούν κριτικά απέναντι στο περιεχόμενο, τις μορφές και τις κατευθύνσεις των αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων και στις σχολικές πρακτικές (τι, πως και γιατί μαθαίνουν οι μαθητές) που εντυπώνουν στους μαθητές μας από την πιο τρυφερή ηλικία, αντιλήψεις, πεποιθήσεις και στάσεις για τη φύση και την κοινωνία απαραίτητες για την «παραγωγή» παθητικών, συναινετικών, δογματικών, υπομονετικών, εξουσιαζόμενων, άκαμπτων, συντηρητικών προσωπικοτήτων που αντιστέκονται στην αλλαγή της κοινωνίας προκειμένου να κρατήσουν ανέπαφες τις παραδοχές τους για τον κόσμο που ζουν.

β. Πρέπει να σταθούν κριτικά απέναντι στην τεμαχισμένη, αποσπασματική και τυποποιημένη γνώση που δημιουργεί στρατιές ημιαναλφάβητων ή προσοντούχων άσχετων οι οποίοι μπορούν να «διαβάσουν τη λέξη», αλλά είναι αξιοθρήνητα ανίκανοι να «διαβάσουν τον κόσμο».

γ. Πρέπει να μιλήσουν για τις χιλιάδες μαθητών για τους οποίους η συζήτηση για το σύστημα πρόσβασης στην Ανώτατη εκπαίδευση είναι έξω από το οπτικό τους πεδίο καθώς δεν ολοκληρώνουν ούτε καν την υποχρεωτική -εδώ και αρκετές δεκαετίες- 9χρονη εκπαίδευση.

δ. Πρέπει να μιλήσουν για το διπλό ανισότιμο, κοινωνικά και εκπαιδευτικά, σχολικό δίκτυο.

ε. Τέλος πρέπει να αναδείξουν τη στενά ωφελιμιστική (εργαλειακή= εξετάσεις), συνεπώς μονοδιάστατη και θνησιγενή παιδεία (υπερτονισμένη από την πρόωρη πρακτική των λεγόμενων «φροντιστηρίων») των μαθητών του Λυκείου.


Άρα, η οποιαδήποτε πρόταση οφείλει να είναι δεμένη άρρηκτα με την αλλαγή του περιεχομένου της εκπαίδευσης, την εξάλειψη της σχολικής διαρροής, την κατάργηση του διπλού δικτύου, του κλειστού αριθμού εισακτέων, μαζί με τη διεκδίκηση-απαίτηση επαγγελματικής διεξόδου.

Οφείλει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γενναία χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την ελαχιστοποίηση των σκληρών ταξικών φραγμών, την αντισταθμιστική αγωγή, την ένταξη στα σχολικά δίκτυα των χιλιάδων παιδιών που βρίσκονται «εκτός των τειχών», την αναπροσαρμογή των αναλυτικών προγραμμάτων.

Οφείλει να μιλάει για όλες τις παραμέτρους της εκπαίδευσης (χρηματοδότηση, αναλυτικά προγράμματα, αντισταθμιστική διδασκαλία), να συνδέει την Εκπαίδευση με την Εργασία και τα πτυχία με το επάγγελμα, απαιτώντας το δικαίωμα για σταθερή και μόνιμη εργασία με αξιοπρεπή μισθό και αρνούμενη τις νεοφιλελεύθερες ιδεολογικές εμμονές, όπου η αγορά κανοναρχεί και η εκπαίδευση υποτάσσεται.

Πηγή: www.alfavita.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου