Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Ούτε ένα καφεδάκι;

γράφει η Σοφία Πολίτου - Βερβέρη

Σκαστά και βιαστικά βρεθήκαμε στον κέντρο της Αθήνας, πρωί. Γύρω έτρεχαν οι δουλειές μας κι εμείς μαζί τους.

Σαν βάλαμε σειρά στα περισσότερα "υποχρεωτικά", τραβήξαμε πλώρη για την Αιόλου, πεζόδρομος
χαλαρωτικός μετά από την τρεχάλα.

Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά, κοντεύαμε τις 12.00, θέλαμε νερό και ίσκιο, κάπου να κάτσουμε για λίγο πριν μπούμε στην κάψουλα του μετρό (αρέσει πολύ στα παιδιά να το σκέφτονται έτσι, σαν υπέρ - όχημα που καταρρίπτει όλα τα ρεκόρ ταχύτητας).

Πού να κάτσουμε; Πού να κάτσουμε; Βρήκαμε ένα πέτρινο πεντάγωνο και ανάμεσα σε κούτες εμπορεύματος, βάσεις καρτοκινητών και τσίμα-τσίμα τραπεζάκια κάποιου snack-cafe, καθίσαμε να ξαποστάσουμε.

Κρύα η πέτρα που καθίσαμε, ρίξαμε τα γέλια. Μια κουρελού από το snack-cafe ήταν επιμελώς απλωμένη πάνω στο πεντάγωνο, "έκλεβε" δημόσιο χώρο. Την κοιτάξαμε που μας κοίταζε, αλλά, πάνω της δεν καθίσαμε, κοστίζει. Μία χάρτινη κούτα με, δεύτερο χέρι, αντικείμενα προς πώληση, μας χώριζε από μια ηλικιωμένη γυναίκα που καθόταν κι αυτή να ξαποστάσει. Δε θέλαμε και πολύ να πιάσουμε κουβέντα και να απολογηθούμε, οι μεν στους δε, γιατί δεν καθόμαστε σε κάποιο cafe αλλά πάνω στην κρύα πέτρα, ανάμεσα σε πλαστικές παντόφλες, ξεφτισμένες τσάντες και άλλα άσχετα μεταξύ τους "προς πώληση".

Η γλυκύτατη, μικρόσωμη γυναίκα, που ξεχώριζαν τα μεγάλα της χέρια, χοντρά, δυνατά, και το πρόσωπο - πλισέ από τις έντονες ρυτίδες ξεκίνησε έναν συγκλονιστικό μονόλογο, αντάξιο αποσπάσματος καταξιωμένου θεατρικού έργου:

"Ούτε ένα καφεδάκι δεν έχουμε το δικαίωμα να πιούμε; Ούτε ένα καφεδάκι; Πόσο κάνει ένα καφεδάκι; Δούλεψα τριάντα τρία χρόνια, έφυγα μικρή στη Γερμανία, γύρισα πίσω και δεν έχω το δικαίωμα να απολαύσω έναν καφέ; Τα πράγματα είναι χειρότερα τώρα από τότε που ήμουν εγώ νέα. Έχω την εγγονή μου, είκοσι - εννέα χρόνων, έχει σπουδάσει και είναι άνεργη. Αν ήμουν νέα, στεναχωριέμαι που το λέω, θα έφευγα και πάλι στο εξωτερικό. Ξυπνούσα στις 5.00 το πρωί και γύριζα σπίτι μου νύχτα από τη δουλειά. Και τώρα, να μην έχουμε μία σύνταξη να ζήσουμε σαν άνθρωποι; Τι κατάσταση είναι αυτή; Ποιος μας πήρε το δικαίωμα να μην μπορούμε να πιούμε ούτε ένα καφεδάκι;"

Κουνούσαμε, οικογενειακώς, τα κεφάλια μας σαν τα ψεύτικα σκυλάκια - στολίδι στο παρμπρίζ των αυτοκινήτων, συμφωνώντας, σε όλες τις κουβέντες της. Επιπλεύσαμε πάνω στην αλληλέγγυα σκέψη και ένα "αχ" ψιθυριστό ξέφυγε από τα χείλη μας.

Φεύγοντας, μας έδωσε χίλιες ευχές, σαν και αυτές που δίνουν οι καλές μαμάδες και οι ακόμα καλύτερες γιαγιάδες, μελιστάλαχτο ευχολόγιο στις ανοιχτές καρδιές μας.
Πόσο θα ήθελα εκείνη τη στιγμή να κεράσω έναν καφέ αυτή την αληθινή γυναίκα, τη μικροκαμωμένη και τόσο δυνατή. Όχι έναν μα δέκα καφέδες, από αυτούς που κι εγώ είχα σκεφτεί να πιω κάποια στιγμή μα δεν το έκανα γιατί, όπως φαίνεται, ούτε εγώ έχω το δικαίωμα...


Πηγή: enfo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου