Ποιος το περίμενε ότι μια ολόκληρη ήπειρος θα περίμενε με αγωνία τα -αναπάντεχα καθυστερημένα- αποτελέσματα μιας προεδρικής εκλογής στην Αυστρία;
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία νοσεί. Και έχει απολέσει την «αίγλη» ηγετών όπως ο Βίλι Μπραντ, ο Φρανσουά Μιτεράν ή ο Μπρούνο Κράισκι. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει αυτή τη διαπίστωση βλέποντας την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει παραδοσιακά κόμματα του χώρου, ιδιαίτερα στις χώρες όπου άλλοτε «μεγαλούργησε».
Οι αιτίες αυτής της πτώσης εστιάζονται στην έλλειψη σαφούς «στίγματος» ύστερα από τον «έρωτα» για την οικονομία της αγοράς και τον σφιχτό εναγκαλισμό με τη συντηρητική παράταξη.
Όποιος προσπαθήσει να αναζητήσει μια κοινή «γραμμή» που να συνδέει τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θα αποτύχει παταγωδώς. Στην πλειονότητα των σκανδιναβικών χωρών οι κυβερνήσεις έχουν επικεφαλής φιλελεύθερους ή συντηρητικούς πολιτικούς.
Στον ευρωπαϊκό Νότο οι πολιτικές εκφράσεις του χώρου ακολουθούν αποκλίνουσες τακτικές, με το Πορτογαλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα να συμπράττει με τη ριζοσπαστική και κομμουνιστική Αριστερά, τους Ισπανούς Σοσιαλιστές να αδυνατούν να προσελκύσουν αρκετούς ψηφοφόρους ώστε να πρωταγωνιστήσουν στις εξελίξεις και το Ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα να πιέζεται από την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας και από τις δυνάμεις του λαϊκιστικού Κινήματος των 5 Αστέρων και την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά.
Το μέλλον
Θα καταφέρει η σοσιαλδημοκρατία να ξαναβρεί τον βηματισμό της και το όραμά της; Θα λάβει καθαρές αποστάσεις από τη νεοφιλελεύθερης κοπής διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης και της κυριαρχίας των αγορών; Ή θα «φλερτάρει» ανοικτά με την οριστική κατάρρευση;
Οι αναλυτές έχουν εφεύρει ήδη τον όρο «pasokification», που περιγράφει την απότομη απώλεια εκλογικής δύναμης. Ο Χανς-Γιούργκεν Σλαμπ του «Spiegel» προέβλεψε πάντως πρόσφατα ότι οι ψηφοφόροι «θα πενθήσουν λίγο για τους σημερινούς σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, θα χύσουν ένα μικρό δάκρυ, όπως συνέβη για τον Γιώργο Παπανδρέου, η πτώση του οποίου στις εκλογές του 2012 συμπαρέσυρε και το κόμμα του, που έχασε το 70% της εκλογικής του δύναμης».
ΑΥΣΤΡΙΑ
Η ανεκδοτολογικού χαρακτήρα περιγραφή για το τι προηγήθηκε της παραίτησης του Βέρνερ Φάιμαν από την ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας (SPÖ) είναι ενδεικτική της κατάστασης. Οι τοπικοί επικεφαλής του κόμματος φέρονται να κατευθύνθηκαν στους σταθμούς τρένων στις πρωτεύουσες των κρατιδίων τους τα ξημερώματα της Δευτέρας 9 Μαΐου και να συγκεντρώθηκαν σε κεντρικό ξενοδοχείο κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βιέννης. Εκεί βρίσκονταν ήδη οι επικεφαλής των εργατικών συνδικάτων.
Είχαν προηγηθεί επιστολές σαν αυτή του Γιόζεφ Μούχιτς προς τον Φάιμαν, με τη φράση «Βέρνερ, άφησέ μας να υπάρξουμε!».
Το κλίμα ήταν βαρύ, εξ ου και οι δύο συναντήσεις του Φάιμαν με τους συνδικαλιστές και τους τοπικούς επικεφαλής ήταν σύντομες. Ηπιαν καφέ και μπίρα, ζήτησαν από τον μέχρι εκείνη την ώρα ηγέτη τους να παραμείνει στο πόστο του για ακόμα μία εβδομάδα μέχρι να βρεθεί ο αντικαταστάτης του και αποχώρησαν.
Ο Φάιμαν βέβαια θεώρησε υποτιμητικό το αίτημα και παραιτήθηκε λίγες ώρες μετά. «Οποιος δεν έχει τη στήριξη που απαιτείται δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην αποστολή του» είπε μεταξύ άλλων στη λιτή δήλωσή του.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην «έξωση» του Φάιμαν είναι πολλοί: το μισό κόμμα τού χρέωσε «στροφή» στο προσφυγικό και «φλερτ» με την Ακροδεξιά. Το άλλο μισό ότι απέτυχε παταγωδώς στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές. Στην πραγματικότητα ισχύουν και οι δύο λόγοι.
Στην «κούρσα» για την προεδρία της χώρας ο πρώην υπουργός Εργασίας και πρώην επικεφαλής της Αυστριακής Ομοσπονδίας Συνδικάτων, Ρούντολφ Χουντστόφερ, συγκέντρωσε το αποτροπιαστικό 11,3%. Στους δε εργάτες, τους παραδοσιακούς «πυλώνες» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, έλαβε μόνο κάτι παραπάνω από 5%.
Φυσικός διάδοχος αναδείχτηκε ο Χρίστιαν Κερν, επιτυχημένος πρόεδρος των Αυστριακών Σιδηροδρόμων, που συνέβαλε τα μέγιστα στην προοδευτική προσφυγική διαχείριση στο ξεκίνημα της κρίσης. Εξ ου και η αριστερή πτέρυγα του κόμματος τον στήριξε αναφανδόν, αναμένοντας ανάλογες σαφείς τοποθετήσεις.
Εκείνος τους έκλεισε το «μάτι» τηρώντας ισορροπίες: «Θα περάσουμε τον ποταμό όταν φτάσουμε στην όχθη του» είπε ερωτηθείς για το εάν θα συγκυβερνούσε με την Ακροδεξιά. Συμπλήρωσε ωστόσο ότι «το σχέδιό μου είναι να μην οδηγήσω το SPÖ στην αντιπολίτευση, το αντίθετο ισχύει, όμως στην τελική, χρειαζόμαστε μια ταυτότητα και είναι απολύτως αδιανόητο για εμάς να εργαστούμε με κόμματα που υποδαυλίζουν το μίσος εναντίον των ανθρώπων και των μειονοτήτων».
ΓΑΛΛΙΑ
«Δεν κατήλθα στις εκλογές με σκοπό να ξεπουλήσω την παρακαταθήκη του Φρανσουά Μιτεράν, να αρνηθώ το Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης ή να προδώσω τον Μπλουμ και το Λαϊκό Μέτωπο, που αποτελούν τους πυλώνες της σοσιαλιστικής μας ιδεολογίας». Η δήλωση αυτή ανήκει στον βουλευτή Πατρίκ Λεμπρετόν, ο οποίος συμμετέχει στην κίνηση των διαφωνούντων που αμφισβητούν τον Φρανσουά Ολάντ και που έφτασαν να συνυπογράψουν κείμενο δυσπιστίας προς τη γαλλική κυβέρνηση.
Η «αγρυπνία» στους δρόμους του Παρισιού «στοιχειώνει», άλλωστε, πολιτικά τη γαλλική κυβέρνηση. Ο επικεφαλής των διαφωνούντων, Λοράν Μπομέλ, δήλωσε ότι η κίνηση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση δεν αποτελεί προανάκρουσμα διάσπασης, ωστόσο οι υπογραφές της πρώην υπουργού Πολιτισμού, Ορελί Φιλιπετί, και του πρώην υπουργού Προστασίας του Καταναλωτή, Μπενουά Αμόν, προσθέτουν ιδιαίτερα βάρος στην τάση, που φέρεται να εκφράζει περίπου το 30% των μελών του κόμματος. Οι συμμετέχοντες σε αυτήν θεωρούν δε ότι μια προσωπικότητα όπως ο Αρνό Μοντεμπούργκ μπορεί να οδηγήσει το Σ.Κ. σε νέα νίκη.
Ο Μάιος του 2017 δεν είναι μακριά και ο Φρανσουά Ολάντ ήδη έχει ξεκινήσει την καμπάνια για τη διεκδίκηση της υποψηφιότητας για δεύτερη θητεία στο μέγαρο των Ηλυσίων. Σύμφωνα με πληροφορίες, εκτός από την πλειοψηφία του υπουργικού συμβουλίου, έχει την «υπόγεια» υποστήριξη του επικεφαλής του Σ.Κ., Ζαν-Κριστόφ Καμπαντελίς.
Η Μαρτίν Ομπρί δεν φαίνεται να έχει τα αποθέματα να αμφισβητήσει από μόνη της τον Γάλλο πρόεδρο, ενώ ο υπουργός Οικονομίας, Μανουέλ Μακρόν, δημιουργεί αντιπάθειες με δηλώσεις όπως «η Αριστερά δεν με ικανοποιεί» και «δεν υπάρχει ούτε Αριστερά ούτε Δεξιά», αλλά και με τη μη διάψευση των φημών ότι συγκέντρωσε πόρους για την προεδρική κούρσα κατά τη διάρκεια ενός πρόσφατου ταξιδιού του στο Λονδίνο.
Το Εθνικό Μέτωπο, πάντως, συνεχίζει να καλπάζει στις δημοσκοπήσεις, με τη Μαρίν Λεπέν να λαμβάνει 30% και τον Φρανσουά Ολάντ μόλις 15%. Η δε Δεξιά, ανάλογα με τον υποψήφιο, λαμβάνει από 25% μέχρι 35%. Θα καταφέρει να ανατρέψει το εις βάρος του κλίμα ο σημερινός πρόεδρος;
Οι κινήσεις του στην ευρωπαϊκή σκακιέρα και η προσέγγισή του στον Αλέξη Τσίπρα μπορούν να «ηρεμήσουν» το προοδευτικό στρατόπεδο μόνο σε ένα επίπεδο. Κατά τα λοιπά, οι πρόσφατες τρομοκρατικές ενέργειες και η διαχείριση των εργασιακών αποτελούν ισχυρότερα «βαρίδια» για τον -κατά δήλωσή του- σοσιαλδημοκράτη Ολάντ.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Θα επιλέξει τον ίδιο δρόμο με τον Βέρνερ Φάιμαν και ο Γερμανός σύντροφός του, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ; Το ιστορικό δημοσκοπικό «χαμηλό» του 19%, που καταγράφηκε πρόσφατα, αναθέρμανε τις σχετικές συζητήσεις και ώθησε αρκετούς «δελφίνους» να δηλώσουν τη διαθεσιμότητά τους.
Το «δράμα» όμως στην περίπτωση της Γερμανίας μοιάζει επικίνδυνα με της Αυστρίας. Στην ίδια δημοσκόπηση η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) συγκεντρώνει 11%, κάνοντας το SPD και τη CDU της Μέρκελ να αναζητούν νέους συμμάχους στους Πράσινους, που φτάνουν το 14%.
«Ο Ζίγκμαρ προς ώρας είναι μια χαρά στη θέση του» σχολίαζε πριν από τη δημοσκόπηση ένα εκ των κορυφαίων στελεχών του SPD. Το «προς ώρας» φαίνεται ότι ήταν σχετικά αληθές. Αν και οι περισσότεροι τοποθετούν τις σχετικές διεργασίες μετά τις τοπικές εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία τον Μάιο του 2016, οι ψηφοφόροι των σοσιαλδημοκρατών, σύμφωνα με δημοσκόπηση του ARD, προτιμούν για υποψήφιο καγκελάριο κατά 69% τον νυν υπουργό Εξωτερικών, Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγερ, ο Γκάμπριελ προτιμάται από το 43%, το 40% στηρίζει τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, τον αντιπρόεδρο του κόμματος Ολαφ Σολτς το 35% και την Αντρέα Νάλες, υπουργό Εργασίας και θεωρούμενη άξια αντίπαλο της Μέρκελ, το 21%.
Οι εσωκομματικές πιέσεις προς τον Γκάμπριελ για «αριστερή στροφή» εντείνονται, σύμφωνα με τον γερμανικό Τύπο, αν και αναλυτές υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. «Το πρόβλημα για το SPD δεν συνίσταται στο ότι έχει χάσει ψηφοφόρους στα “αριστερά” του, αλλά στο ότι δεν κερδίζει κανέναν στο “κέντρο”» σημείωσε πρόσφατα ο Γιόζεφ Γιάνινγκ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις Διεθνείς Σχέσεις.
Η δε συνάντηση που ζήτησε ο Γκάμπριελ από τον άλλοτε ισχυρό σοσιαλδημοκράτη και νυν σημαντική φιγούρα της «Αριστεράς», Οσκαρ Λαφοντέν, μάλλον επικοινωνιακή χροιά έχει. «Πάντα προσπαθεί να εκπλήξει τον κόσμο κάνοντας πράγματα που δεν περιμένεις από αυτόν - αλλά από την άλλη πλευρά δεν σημαίνουν και τίποτα» σημείωσε ο Γιάνινγκ στην Deutsche Welle.
Η εκτίμηση αυτή πάντως πρέπει να ανησυχεί όλους εκείνους -και στην Αθήνα- που επενδύουν στον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ για τη λύση του ελληνικού χρέους. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε άλλωστε έχει ξεκαθαρίσει μέσω συνεργατών του ότι επί υπουργίας του οι λύσεις για το χρέος θα είναι από περιορισμένες μέχρι ανύπαρκτες. Και μια σοσιαλδημοκρατικής κοπής κίνηση επί αυτού του πεδίου στη γερμανική Βουλή θα ισοδυναμούσε με διάλυση της κυβέρνησης. Που ουδείς στο Βερολίνο εύχεται...
Ποιος το περίμενε ότι η φυσιογνωμία της Ευρώπης θα μπορούσε να αλλάξει -να τσαλακωθεί περισσότερο θα ήταν ίσως ακριβέστερο- από μια εκλογική αναμέτρηση σε μια μικρή χώρα, για ένα σχεδόν διακοσμητικό αξίωμα;
Κι όμως χρειάστηκε να φτάσει το απόγευμα της Δευτέρας για να πάρει μια βαθιά ανάσα η Ευρώπη διαπιστώνοντας ότι ο ακροδεξιός υποψήφιος πρόεδρος της Αυστρίας έχασε τις εκλογές στο νήμα.
Κι όμως χρειάστηκε να φτάσει το απόγευμα της Δευτέρας για να πάρει μια βαθιά ανάσα η Ευρώπη διαπιστώνοντας ότι ο ακροδεξιός υποψήφιος πρόεδρος της Αυστρίας έχασε τις εκλογές στο νήμα.
Μπορεί πρακτικά μια ενδεχόμενη εκλογή του Νόρμπερτ Χόφερ να είχε περιορισμένη σημασία, πολιτικά όμως θα ήταν ένας ακόμη σεισμός, σε μια ήπειρο που διολισθαίνει όλο και περισσότερο προς την ακραία Δεξιά.
Ωστόσο, αυτή η ανακούφιση στο παρά πέντε -μόλις με το 50,3% των ψήφων εξελέγη τελικά ο ανθυποψήφιος του Χόφερ, Πράσινος Αλεξάντερ Βαν Ντερ Μπέλεν- δεν θα έπρεπε επ' ουδενί λόγω να λειτουργήσει ως παύση συναγερμού. Ειδικά, εάν συνυπολογίσει κανείς ότι ακόμη και στην Κύπρο κατάφερε χθες για πρώτη φορά, έστω με μικρό ποσοστό για τα δεδομένα της υπόλοιπης Ευρώπης, να μπει στη Βουλή η Ακροδεξιά.
Η επιρροή της ακραίας Δεξιάς στη Γηραιά Ήπειρο αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο τα τελευταία χρόνια. Κι έχει πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς ποιοι την ψηφίζουν. Αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές από χώρα σε χώρα -κι από την ανατολική στη δυτική Ευρώπη- σε μεγάλο βαθμό οι πιο ένθερμοι ψηφοφόροι της Ακροδεξιάς είναι άνδρες, με περιορισμένη μόρφωση και χαμηλά τυπικά προσόντα.
Είναι άνθρωποι που φαίνεται να έχουν πεισθεί ότι τη λύση στα προβλήματά τους -που έχουν αυγατίσει στα χρόνια της λιτότητας και της εργασιακής "ευελιξίας"- θα δώσουν τα εύκολα συνθήματα της Ακροδεξιάς: εθνική περιχαράκωση, "έξω οι ξένοι".
Όσο οφθαλμοφανές είναι ότι αυτά τα συνθήματα δεν λύνουν κανένα πρόβλημα -αντίθετα διχάζουν τις κοινωνίες και θυμίζουν επικίνδυνα την κυρίαρχη ιδεολογία που αιματοκύλησε την Ευρώπη τον 20ό αιώνα-, άλλο τόσο βοερή είναι η απουσία πρότασης πραγματικών λύσεων από τα κυρίαρχα συστημικά κόμματα.
Εάν η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία υπό την πίεση της ευρωπαϊκής Αριστεράς, που μόνο στον Νότο έχει σημαντικές δυνάμεις, δεν απεγκλωβιστεί από τον σφικτό εναγκαλισμό του νεοφιλελευθερισμού και του χρηματοπιστωτικού λόμπι, και δεν πείσει ότι αυτή μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, τότε η επέλαση της Ακροδεξιάς θα συνεχιστεί. Η Ευρώπη είναι στο παρά πέντε.
η Αυγή
Ωστόσο, αυτή η ανακούφιση στο παρά πέντε -μόλις με το 50,3% των ψήφων εξελέγη τελικά ο ανθυποψήφιος του Χόφερ, Πράσινος Αλεξάντερ Βαν Ντερ Μπέλεν- δεν θα έπρεπε επ' ουδενί λόγω να λειτουργήσει ως παύση συναγερμού. Ειδικά, εάν συνυπολογίσει κανείς ότι ακόμη και στην Κύπρο κατάφερε χθες για πρώτη φορά, έστω με μικρό ποσοστό για τα δεδομένα της υπόλοιπης Ευρώπης, να μπει στη Βουλή η Ακροδεξιά.
Η επιρροή της ακραίας Δεξιάς στη Γηραιά Ήπειρο αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο τα τελευταία χρόνια. Κι έχει πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς ποιοι την ψηφίζουν. Αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές από χώρα σε χώρα -κι από την ανατολική στη δυτική Ευρώπη- σε μεγάλο βαθμό οι πιο ένθερμοι ψηφοφόροι της Ακροδεξιάς είναι άνδρες, με περιορισμένη μόρφωση και χαμηλά τυπικά προσόντα.
Είναι άνθρωποι που φαίνεται να έχουν πεισθεί ότι τη λύση στα προβλήματά τους -που έχουν αυγατίσει στα χρόνια της λιτότητας και της εργασιακής "ευελιξίας"- θα δώσουν τα εύκολα συνθήματα της Ακροδεξιάς: εθνική περιχαράκωση, "έξω οι ξένοι".
Όσο οφθαλμοφανές είναι ότι αυτά τα συνθήματα δεν λύνουν κανένα πρόβλημα -αντίθετα διχάζουν τις κοινωνίες και θυμίζουν επικίνδυνα την κυρίαρχη ιδεολογία που αιματοκύλησε την Ευρώπη τον 20ό αιώνα-, άλλο τόσο βοερή είναι η απουσία πρότασης πραγματικών λύσεων από τα κυρίαρχα συστημικά κόμματα.
Εάν η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία υπό την πίεση της ευρωπαϊκής Αριστεράς, που μόνο στον Νότο έχει σημαντικές δυνάμεις, δεν απεγκλωβιστεί από τον σφικτό εναγκαλισμό του νεοφιλελευθερισμού και του χρηματοπιστωτικού λόμπι, και δεν πείσει ότι αυτή μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, τότε η επέλαση της Ακροδεξιάς θα συνεχιστεί. Η Ευρώπη είναι στο παρά πέντε.
η Αυγή
*** * ***
του Νίκου Σβέρκου
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία νοσεί. Και έχει απολέσει την «αίγλη» ηγετών όπως ο Βίλι Μπραντ, ο Φρανσουά Μιτεράν ή ο Μπρούνο Κράισκι. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει αυτή τη διαπίστωση βλέποντας την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει παραδοσιακά κόμματα του χώρου, ιδιαίτερα στις χώρες όπου άλλοτε «μεγαλούργησε».
Οι αιτίες αυτής της πτώσης εστιάζονται στην έλλειψη σαφούς «στίγματος» ύστερα από τον «έρωτα» για την οικονομία της αγοράς και τον σφιχτό εναγκαλισμό με τη συντηρητική παράταξη.
Όποιος προσπαθήσει να αναζητήσει μια κοινή «γραμμή» που να συνδέει τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θα αποτύχει παταγωδώς. Στην πλειονότητα των σκανδιναβικών χωρών οι κυβερνήσεις έχουν επικεφαλής φιλελεύθερους ή συντηρητικούς πολιτικούς.
Στον ευρωπαϊκό Νότο οι πολιτικές εκφράσεις του χώρου ακολουθούν αποκλίνουσες τακτικές, με το Πορτογαλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα να συμπράττει με τη ριζοσπαστική και κομμουνιστική Αριστερά, τους Ισπανούς Σοσιαλιστές να αδυνατούν να προσελκύσουν αρκετούς ψηφοφόρους ώστε να πρωταγωνιστήσουν στις εξελίξεις και το Ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα να πιέζεται από την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας και από τις δυνάμεις του λαϊκιστικού Κινήματος των 5 Αστέρων και την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά.
Το μέλλον
Θα καταφέρει η σοσιαλδημοκρατία να ξαναβρεί τον βηματισμό της και το όραμά της; Θα λάβει καθαρές αποστάσεις από τη νεοφιλελεύθερης κοπής διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης και της κυριαρχίας των αγορών; Ή θα «φλερτάρει» ανοικτά με την οριστική κατάρρευση;
Οι αναλυτές έχουν εφεύρει ήδη τον όρο «pasokification», που περιγράφει την απότομη απώλεια εκλογικής δύναμης. Ο Χανς-Γιούργκεν Σλαμπ του «Spiegel» προέβλεψε πάντως πρόσφατα ότι οι ψηφοφόροι «θα πενθήσουν λίγο για τους σημερινούς σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, θα χύσουν ένα μικρό δάκρυ, όπως συνέβη για τον Γιώργο Παπανδρέου, η πτώση του οποίου στις εκλογές του 2012 συμπαρέσυρε και το κόμμα του, που έχασε το 70% της εκλογικής του δύναμης».
ΑΥΣΤΡΙΑ
Η ανεκδοτολογικού χαρακτήρα περιγραφή για το τι προηγήθηκε της παραίτησης του Βέρνερ Φάιμαν από την ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας (SPÖ) είναι ενδεικτική της κατάστασης. Οι τοπικοί επικεφαλής του κόμματος φέρονται να κατευθύνθηκαν στους σταθμούς τρένων στις πρωτεύουσες των κρατιδίων τους τα ξημερώματα της Δευτέρας 9 Μαΐου και να συγκεντρώθηκαν σε κεντρικό ξενοδοχείο κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βιέννης. Εκεί βρίσκονταν ήδη οι επικεφαλής των εργατικών συνδικάτων.
Είχαν προηγηθεί επιστολές σαν αυτή του Γιόζεφ Μούχιτς προς τον Φάιμαν, με τη φράση «Βέρνερ, άφησέ μας να υπάρξουμε!».
Το κλίμα ήταν βαρύ, εξ ου και οι δύο συναντήσεις του Φάιμαν με τους συνδικαλιστές και τους τοπικούς επικεφαλής ήταν σύντομες. Ηπιαν καφέ και μπίρα, ζήτησαν από τον μέχρι εκείνη την ώρα ηγέτη τους να παραμείνει στο πόστο του για ακόμα μία εβδομάδα μέχρι να βρεθεί ο αντικαταστάτης του και αποχώρησαν.
Ο Φάιμαν βέβαια θεώρησε υποτιμητικό το αίτημα και παραιτήθηκε λίγες ώρες μετά. «Οποιος δεν έχει τη στήριξη που απαιτείται δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην αποστολή του» είπε μεταξύ άλλων στη λιτή δήλωσή του.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην «έξωση» του Φάιμαν είναι πολλοί: το μισό κόμμα τού χρέωσε «στροφή» στο προσφυγικό και «φλερτ» με την Ακροδεξιά. Το άλλο μισό ότι απέτυχε παταγωδώς στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές. Στην πραγματικότητα ισχύουν και οι δύο λόγοι.
Στην «κούρσα» για την προεδρία της χώρας ο πρώην υπουργός Εργασίας και πρώην επικεφαλής της Αυστριακής Ομοσπονδίας Συνδικάτων, Ρούντολφ Χουντστόφερ, συγκέντρωσε το αποτροπιαστικό 11,3%. Στους δε εργάτες, τους παραδοσιακούς «πυλώνες» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, έλαβε μόνο κάτι παραπάνω από 5%.
Φυσικός διάδοχος αναδείχτηκε ο Χρίστιαν Κερν, επιτυχημένος πρόεδρος των Αυστριακών Σιδηροδρόμων, που συνέβαλε τα μέγιστα στην προοδευτική προσφυγική διαχείριση στο ξεκίνημα της κρίσης. Εξ ου και η αριστερή πτέρυγα του κόμματος τον στήριξε αναφανδόν, αναμένοντας ανάλογες σαφείς τοποθετήσεις.
Εκείνος τους έκλεισε το «μάτι» τηρώντας ισορροπίες: «Θα περάσουμε τον ποταμό όταν φτάσουμε στην όχθη του» είπε ερωτηθείς για το εάν θα συγκυβερνούσε με την Ακροδεξιά. Συμπλήρωσε ωστόσο ότι «το σχέδιό μου είναι να μην οδηγήσω το SPÖ στην αντιπολίτευση, το αντίθετο ισχύει, όμως στην τελική, χρειαζόμαστε μια ταυτότητα και είναι απολύτως αδιανόητο για εμάς να εργαστούμε με κόμματα που υποδαυλίζουν το μίσος εναντίον των ανθρώπων και των μειονοτήτων».
ΓΑΛΛΙΑ
«Δεν κατήλθα στις εκλογές με σκοπό να ξεπουλήσω την παρακαταθήκη του Φρανσουά Μιτεράν, να αρνηθώ το Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης ή να προδώσω τον Μπλουμ και το Λαϊκό Μέτωπο, που αποτελούν τους πυλώνες της σοσιαλιστικής μας ιδεολογίας». Η δήλωση αυτή ανήκει στον βουλευτή Πατρίκ Λεμπρετόν, ο οποίος συμμετέχει στην κίνηση των διαφωνούντων που αμφισβητούν τον Φρανσουά Ολάντ και που έφτασαν να συνυπογράψουν κείμενο δυσπιστίας προς τη γαλλική κυβέρνηση.
Η «αγρυπνία» στους δρόμους του Παρισιού «στοιχειώνει», άλλωστε, πολιτικά τη γαλλική κυβέρνηση. Ο επικεφαλής των διαφωνούντων, Λοράν Μπομέλ, δήλωσε ότι η κίνηση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση δεν αποτελεί προανάκρουσμα διάσπασης, ωστόσο οι υπογραφές της πρώην υπουργού Πολιτισμού, Ορελί Φιλιπετί, και του πρώην υπουργού Προστασίας του Καταναλωτή, Μπενουά Αμόν, προσθέτουν ιδιαίτερα βάρος στην τάση, που φέρεται να εκφράζει περίπου το 30% των μελών του κόμματος. Οι συμμετέχοντες σε αυτήν θεωρούν δε ότι μια προσωπικότητα όπως ο Αρνό Μοντεμπούργκ μπορεί να οδηγήσει το Σ.Κ. σε νέα νίκη.
Ο Μάιος του 2017 δεν είναι μακριά και ο Φρανσουά Ολάντ ήδη έχει ξεκινήσει την καμπάνια για τη διεκδίκηση της υποψηφιότητας για δεύτερη θητεία στο μέγαρο των Ηλυσίων. Σύμφωνα με πληροφορίες, εκτός από την πλειοψηφία του υπουργικού συμβουλίου, έχει την «υπόγεια» υποστήριξη του επικεφαλής του Σ.Κ., Ζαν-Κριστόφ Καμπαντελίς.
Η Μαρτίν Ομπρί δεν φαίνεται να έχει τα αποθέματα να αμφισβητήσει από μόνη της τον Γάλλο πρόεδρο, ενώ ο υπουργός Οικονομίας, Μανουέλ Μακρόν, δημιουργεί αντιπάθειες με δηλώσεις όπως «η Αριστερά δεν με ικανοποιεί» και «δεν υπάρχει ούτε Αριστερά ούτε Δεξιά», αλλά και με τη μη διάψευση των φημών ότι συγκέντρωσε πόρους για την προεδρική κούρσα κατά τη διάρκεια ενός πρόσφατου ταξιδιού του στο Λονδίνο.
Το Εθνικό Μέτωπο, πάντως, συνεχίζει να καλπάζει στις δημοσκοπήσεις, με τη Μαρίν Λεπέν να λαμβάνει 30% και τον Φρανσουά Ολάντ μόλις 15%. Η δε Δεξιά, ανάλογα με τον υποψήφιο, λαμβάνει από 25% μέχρι 35%. Θα καταφέρει να ανατρέψει το εις βάρος του κλίμα ο σημερινός πρόεδρος;
Οι κινήσεις του στην ευρωπαϊκή σκακιέρα και η προσέγγισή του στον Αλέξη Τσίπρα μπορούν να «ηρεμήσουν» το προοδευτικό στρατόπεδο μόνο σε ένα επίπεδο. Κατά τα λοιπά, οι πρόσφατες τρομοκρατικές ενέργειες και η διαχείριση των εργασιακών αποτελούν ισχυρότερα «βαρίδια» για τον -κατά δήλωσή του- σοσιαλδημοκράτη Ολάντ.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Θα επιλέξει τον ίδιο δρόμο με τον Βέρνερ Φάιμαν και ο Γερμανός σύντροφός του, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ; Το ιστορικό δημοσκοπικό «χαμηλό» του 19%, που καταγράφηκε πρόσφατα, αναθέρμανε τις σχετικές συζητήσεις και ώθησε αρκετούς «δελφίνους» να δηλώσουν τη διαθεσιμότητά τους.
Το «δράμα» όμως στην περίπτωση της Γερμανίας μοιάζει επικίνδυνα με της Αυστρίας. Στην ίδια δημοσκόπηση η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) συγκεντρώνει 11%, κάνοντας το SPD και τη CDU της Μέρκελ να αναζητούν νέους συμμάχους στους Πράσινους, που φτάνουν το 14%.
«Ο Ζίγκμαρ προς ώρας είναι μια χαρά στη θέση του» σχολίαζε πριν από τη δημοσκόπηση ένα εκ των κορυφαίων στελεχών του SPD. Το «προς ώρας» φαίνεται ότι ήταν σχετικά αληθές. Αν και οι περισσότεροι τοποθετούν τις σχετικές διεργασίες μετά τις τοπικές εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία τον Μάιο του 2016, οι ψηφοφόροι των σοσιαλδημοκρατών, σύμφωνα με δημοσκόπηση του ARD, προτιμούν για υποψήφιο καγκελάριο κατά 69% τον νυν υπουργό Εξωτερικών, Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγερ, ο Γκάμπριελ προτιμάται από το 43%, το 40% στηρίζει τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, τον αντιπρόεδρο του κόμματος Ολαφ Σολτς το 35% και την Αντρέα Νάλες, υπουργό Εργασίας και θεωρούμενη άξια αντίπαλο της Μέρκελ, το 21%.
Οι εσωκομματικές πιέσεις προς τον Γκάμπριελ για «αριστερή στροφή» εντείνονται, σύμφωνα με τον γερμανικό Τύπο, αν και αναλυτές υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. «Το πρόβλημα για το SPD δεν συνίσταται στο ότι έχει χάσει ψηφοφόρους στα “αριστερά” του, αλλά στο ότι δεν κερδίζει κανέναν στο “κέντρο”» σημείωσε πρόσφατα ο Γιόζεφ Γιάνινγκ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις Διεθνείς Σχέσεις.
Η δε συνάντηση που ζήτησε ο Γκάμπριελ από τον άλλοτε ισχυρό σοσιαλδημοκράτη και νυν σημαντική φιγούρα της «Αριστεράς», Οσκαρ Λαφοντέν, μάλλον επικοινωνιακή χροιά έχει. «Πάντα προσπαθεί να εκπλήξει τον κόσμο κάνοντας πράγματα που δεν περιμένεις από αυτόν - αλλά από την άλλη πλευρά δεν σημαίνουν και τίποτα» σημείωσε ο Γιάνινγκ στην Deutsche Welle.
Η εκτίμηση αυτή πάντως πρέπει να ανησυχεί όλους εκείνους -και στην Αθήνα- που επενδύουν στον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ για τη λύση του ελληνικού χρέους. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε άλλωστε έχει ξεκαθαρίσει μέσω συνεργατών του ότι επί υπουργίας του οι λύσεις για το χρέος θα είναι από περιορισμένες μέχρι ανύπαρκτες. Και μια σοσιαλδημοκρατικής κοπής κίνηση επί αυτού του πεδίου στη γερμανική Βουλή θα ισοδυναμούσε με διάλυση της κυβέρνησης. Που ουδείς στο Βερολίνο εύχεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου