Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Τα 2 λιντσαρίσματα του Ζακ: Video-ντοκουμέντο & συνέντευξη του αυτόπτη μάρτυρα που προσπάθησε να εμποδίσει

της Ντίνας Δασκαλοπούλου

Βίντεο-ντοκουμέντο: Αδικαιολόγητη αστυνομική βία
στον αναίσθητο Ζακ Κωστόπουλο
Δεν λιντσαρίστηκε μία αλλά δύο φορές ο Ζακ Κωστόπουλος - τη δεύτερη μάλιστα όχι από «αγανακτισμένους πολίτες», αλλά από τους αστυνομικούς που πήγαν να τον συλλάβουν.

Η «Εφ.Συν.» φέρνει στη δημοσιότητα ένα βίντεο που έφτασε στα χέρια μας μόλις χθες από αυτόπτη μάρτυρα της στιγμής. Είναι τραβηγμένο με κινητό τηλέφωνο και έχει διάρκεια ένα λεπτό και 30 δευτερόλεπτα.



Στο βίντεο ο Ζακ έχει ήδη χάσει τις αισθήσεις του, το κεφάλι του είναι μπανταρισμένο και μες στα αίματα και το πρόσωπό του έχει μπλαβιάσει.



Τουλάχιστον 8 αστυνομικοί έχουν πέσει από πάνω του ώστε να τον συλλάβουν - ένας κρατάει κλομπ. Ήδη από το πέμπτο δευτερόλεπτο ένας αστυνομικός φαίνεται να κρατάει με γυμνά χέρια το μαχαίρι - το θεωρούμενο ως πειστήριο του εγκλήματος.

«Βάλ’ του χειροπέδες, βάλ’ του, βάλ’ του, βάλ’ του», ωρύεται ο ένας.

Το βίντεο αποτυπώνει και την προχειρότητα με την οποία δρα η Αστυνομία στη σκηνή του εγκλήματος, αλλά και την προχειρότητα με την οποία μεταχειρίζεται στοιχεία που έχουν κρίσιμη σημασία για την εξέλιξη της υπόθεσης, όπως το μαχαίρι το οποίο ο αστυνομικός περιφέρει με γυμνά χέρια.

«Κέντρο, μαζί με την ομάδα ΔΙΑΣ προσπαθούμε να δεσμεύσουμε το άτομο», ακούγεται ένας άλλος.

«Το χέρι, τράβα του το χέρι». «Τράβα του τα πόδια».

Ο Ζακ είναι πεσμένος μπρούμυτα και οι αστυνομικοί τον έχουν ακινητοποιήσει, σπρώχνοντας την πλάτη του, τον πατάνε στα πόδια, του τραβάνε τα χέρια.

Ένας από τους αστυνομικούς, χωρίς κανέναν προφανή λόγο, πλησιάζει και πατάει τον ανήμπορο αιμόφυρτο άνθρωπο στον λαιμό.


①-② Ένας από τους αστυνομικούς φαίνεται στο βίντεο να κλοτσάει βίαια τον Ζακ Κωστόπουλο στα οπίσθια. Όλη αυτή την ώρα ο νεαρός δεν φέρνει καμία αντίσταση. Αντίθετα, φαίνεται να μην έχει τις αισθήσεις του
Τον σέρνουν σαν σακί. Κανένας δεν τον πιάνει με τα χέρια του - είναι σαφές πως σιχαίνονται και να τον αγγίξουν κι έτσι κάθε επαφή μαζί του γίνεται με τις αρβύλες τους.

Στη σκηνή υπάρχουν και δύο διασώστες δικυκλιστές του ΕΚΑΒ - αυτοί φορούν γάντια. Οι αστυνομικοί ούτε ζητούν γάντια ούτε ζητούν τη βοήθεια των ανθρώπων του ΕΚΑΒ - φέρονται στον συλληφθέντα σαν να είναι ένα σακί από σάρκα και κόκαλα.

Ο Ζακ δεν κινείται καθόλου, μόνο στο 20ό δευτερόλεπτο κινούνται -αντανακλαστικά; επειδή τον τραβούν;- και τα δυο του πόδια ταυτόχρονα.

«Προσπαθούμε να τον δεσμεύσουμε, προσπαθούμε οι ΖΗΤΑ κι εμείς», ακούγεται η αναφορά προς το Κέντρο.

Η... τιτάνια προσπάθεια 8 πάνοπλων αστυνομικών απέναντι σε έναν παραδομένο, αιμορραγούντα, ημιθανή άνθρωπο που κρατείται... συνεπικουρείται από τον συνάδελφό τους που χωρίς κανέναν λόγο τον κλοτσάει από πίσω στα οπίσθια (00.27).

«Πιάσ’ του το χέρι». «Τράβα του τα πόδια». «Πάρ’ του τα πόδια» - οι αστυνομικοί τραβολογάνε τον Ζακ. «Προσπαθούμε να τον δεσμεύσουμε».

Τον σέρνουν πάνω στο πεζοδρόμιο που έχει βαφτεί με το αίμα του Ζακ.


 Ο αιμόφυρτος Ζακ κείτεται χωρίς τις αισθήσεις του στον πεζόδρομο, ανάμεσα σε τέσσερις αστυνομικούς που -άγνωστο γιατί- προσπαθούν να του περάσουν χειροπέδες
 Στην εικόνα φαίνεται ξεκάθαρα ένας από τους αστυνομικούς να κρατά με γυμνό χέρι το «πειστήριο», το μαχαίρι δηλαδή που υποτίθεται ότι κράδαινε ο Ζακ Κωστόπουλος και απειλούσε τον κόσμο
Στο 00.42 ουρλιάζουν: «Τον έχουμε αποκλείσει, προσπαθούμε να του περάσουμε χειροπέδες» - όλα αυτά σε έναν άνθρωπο που δεν αντιστέκεται καθόλου, πώς θα μπορούσε άλλωστε;

Μια φωνή ωρύεται προς τον αναίσθητο κρατούμενο: «Έλα, γαμώ τον αντιθεό σου...».

«Ασθενοφόρο έχετε καλέσει;» ρωτούν τον δικυκλιστή του ΕΚΑΒ. Εκείνος απαντά θετικά.

Ο συνάδελφός του πηγαίνει προς τον άνθρωπο που βιντεοσκοπεί: «Δεν είναι ωραίο αυτό που κάνεις». Το βίντεο σταματά εκεί.

Διαβάστε:


efsyn.gr


*** * ***

Τι δηλώνει στο Newpost και τους δημοσιογράφους Χρήστο Ξανθάκη και Γιώργο Πιτροπάκη ο άνθρωπος που πήγε να εμποδίσει το λιντσάρισμα του Zακ Κωστόπουλου

Είναι ο άνθρωπος που βγήκε μπροστά. Είναι ο άνθρωπος που μπήκε ανάμεσα στον αιμόφυρτο Ζακ Κωστόπουλο και στους μαινόμενους τύπους που τον κλωτσάγανε στο κεφάλι. Είναι ο άνθρωπος που βρήκε το θάρρος να πει «ως εδώ», όταν δεκάδες άλλοι κάθονταν γύρω απαθείς.

Τον λένε Φ.Κ., είναι απέναντί μας στο καφέ της Πλατείας και μας διηγείται όσα είδε εκείνη τη μοιραία Παρασκευή:

«Πέρναγα με τη μηχανή λόγω δουλειάς από την Πατησίων και σταμάτησα στο Βενέτη μπροστά, γιατί έκανε κάτι γκούχου γκούχου η μηχανή, σταμάτησα για να γυρίσω ρεζέρβα και είδα βαβούρα και πήγα. Εγώ πήγα γελώντας εκεί πέρα, γιατί βλέπω δύο τρεις και σπάγανε το μαγαζί. Και κοιτάω και κόσμο μαζεμένο και εγώ νόμιζα ότι έχει κάνει κάποια κουταμάρα ο μαγαζάτορας σε κάποιον κι έχουνε πάει μέρα μεσημέρι και του σπάνε το μαγαζί.

Αυτή ήταν η εικόνα που είχα πηγαίνοντας, μετά αντιμετώπισα ό,τι είδα εκεί πέρα μπροστά. Ο ένας απ’ αυτούς που σπάγανε το μαγαζί, ήταν ο μαγαζάτορας, που νόμιζα ότι ήταν περαστικός.

Βλέπω ένα παιδί μέσα... φου να του έκανες θα έπεφτε κάτω, δεν ξέρω τώρα αν είχε πάρει ντραγκς, αν είχε πάρει ψυχοφάρμακα, αλλά ο άνθρωπος παραπατούσε. Μ’ έναν πυροσβεστήρα προσπαθούσε να σπάσει την πόρτα, αλλά δεν είχε τον πυροσβεστήρα με τσαγανό, πέρα δώθε τον πήγαινε, δεν μπορούσε να τον σηκώσει. Δεν είχε δύναμη, με τα πόδια λυγισμένα και μέσα κλεισμένος.

Από έξω πρέπει να έσπασε κάποιος ένα κομμάτι της τζαμαρίας, πετάει μία πέτρα, δεν ξέρω τι πέταξε, πετάει κάτι μικρό, δεν ήτανε καρεκλοτράπεζο, μάλλον πέτρα, δεν ξέρω αν τον πέτυχε το παλικάρι τον Ζακ μέσα ή όχι και το παιδί σκύβει από εκεί που είναι σπασμένα τα τζάμια, κάτω απ’ την προθήκη που έχει τα κοσμήματα, ήτανε ένα κενό, κι έχει πέσει στα τέσσερα και προσπαθεί το παιδί μπουσουλώντας να βγει έξω.

Με το που πλησιάζει στη βιτρίνα, μου φαίνεται πρώτος ο άλλος, όχι ο ιδιοκτήτης, ο άλλος με το άσπρο πουκάμισο, χώνει μία κλωτσιά και του σπάει το εναπομείναν τζάμι πάνω στο κεφάλι. Το παιδί προσπαθεί να βγει κι εκεί πέρα αρχίζει η κλωτσοπατινάδα, που εγώ σοκαρίστηκα τελείως, και τα ‘χασα για λίγο. Και με το που βλέπω ότι συνεχίζεται η κλωτσοπατινάδα, πήγα μπροστά και όρμηξα, “ρε παιδιά τι έγινε, τον έπιασες, τον γάμ...”. Πετάγεται ο ιδιοκτήτης, μου λέει “κι εμένα με γάμ....”. Του λέω “ποιος είσαι εσύ;” Κι εκεί πέρα μου λέει, “ο ιδιοκτήτης”.

Tου λέω: “Ωραία, τόνε γ@@@σες κι εσύ, μέσα στο αίμα είναι... κάτω. Πεσμένος. Θα τόνε σκοτώσεις; Πάτε καλά, είσαστε ζώα; Φύγετε από δω!».



«Ήτανε τρομακτικό, ο κόσμος απλά παρακολουθούσε»

Παίρνει μια βαθιά αναπνοή, πίνει μια γουλιά απ’ το τσάι του. Ακόμη δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό του το σκηνικό. Ακόμη μια ρουφηξιά και συνεχίζει:

«Σταματάνε εκεί πέρα την κλωτσοπατινάδα. Ήδη υπάρχουνε δύο τραυματιοφορείς του ΕΚΑΒ, αλλά όχι με ασθενοφόρο, με μηχανές. Ήδη υπάρχουνε στο χώρο, αλλά δεν επεμβαίνουμε πάνω στο λιντσάρισμα που γινότανε. Εκείνο που εμένα μου χτύπησε και με στενοχώρησε πολύ ρε παιδιά ήτανε ότι πες αυτοί οι δύο ήτανε ζώα και τον χτυπάγανε. Ο κόσμος ο μαζεμένος δέχομαι ότι φοβότανε να χωθεί, γιατί κι εγώ φοβήθηκα να μπω μέσα σε ανθρώπους οι οποίοι είναι σε κατάσταση παροξυσμού, δεν καταλαβαίνουνε Χριστό και τον λιώνουνε τον άλλο. Ούτε καν φώναζε ρε παιδιά ο κόσμος, απλά παρακολουθούσε, δηλαδή ήτανε τρομακτικό. Ήταν τριάντα, σαράντα, πενήντα νοματαίοι, πόσοι ήτανε, απλά παρακολουθούσανε τα τεκταινόμενα. Στημένοι αμφιθεατρικά, χωρίς να υπάρξει μία φωνή, τι είναι αυτά που κάνετε, σταματήστε. Κι ας μην πάει ο άλλος να μπει μπροστά, από μακριά, κάτι, κάτι να ειπωθεί. Όταν μπήκα εγώ, ακούστηκε μία κυρία από πίσω να φωνάζει “έχει δίκιο το παιδί, σταματήστε, έλεος, τι είναι αυτά που κάνετε”. Mια γυναίκα μόνο…

Με το που έρχονται οι πρώτοι Ζητάδες, πως τους λένε, Δελτάδες δεν ξέρω, μία δύο μηχανές, που ήρθανε οι πρώτοι, γιατί μετά ήρθανε κι άλλοι, δεν τον ακουμπήσανε, ήταν πεσμένος κάτω, μέσα στο αίμα, ούτε τον χτυπήσανε, ούτε χειροπέδες, ούτε τίποτα, διώχνουνε τον κόσμο “ανοίξτε, ανοίξτε τελείως”, ανοίγει ο κόσμος, κι εκεί πέρα μπαίνει ο ένας τραυματιοφορέας του ΕΚΑΒ και του δένει το κεφάλι μ’ έναν επίδεσμο.»

Κοιτάμε τον Φ.Κ., μας κοιτάει. Δεν είναι κανένα πιτσιρίκι, τα έχει κάνει τα χιλιόμετρά του στη ζωή. Κι όμως μοιάζει παντοτινά σοκαρισμένος από την αγριότητα που έζησε. Η διήγηση συνεχίζεται:

«Έρχεται λοιπόν ο ένας του ΕΚΑΒ και του δένει το κεφάλι με τον επίδεσμο. Σ’ εκείνη τη φάση έχει έρθει και η αστυνομία, σκάνε και άλλοι με μηχανές και τέτοια, θεωρώ ότι έχει τελειώσει το θέμα, έχω σιχτιρίσει, έχω και νεύρα, έχω σπαστεί πάρα πολύ, έχω στενοχωρηθεί και απ’ την εικόνα του κόσμου, και γι’ αυτό που γινότανε στο παλικάρι, αλλά και για την απάθεια των γύρω γύρω που απλά κοιτάζανε το γεγονός και σηκώνομαι να πάω στη μηχανή, να την πάρω να φύγω... άι σιχτίρ.

Πηγαίνοντας στη μηχανή ακούω φωνές, βλέπω κόσμο να τρέχει ότι κάτι γίνεται πάλι και ξαναγυρίζω πίσω. Προφανώς είναι η φάση αυτή που έχω δει στο βίντεο, που έχει πάρει ένα γυαλί, που σηκώνεται και πάει να φύγει και τρώει μια κλωτσιά από πίσω. Αυτά τα έχω δει στο βίντεο, δεν τα έχω δει live, γιατί είχα απομακρυνθεί. Γυρίζοντας πλέον εγώ βλέπω ότι το παιδί το έχουν βάλει κάτω οι αστυνομικοί, η κλασική φάση, ξέρεις, με το γόνατο τον έχει κάτω, και προσπαθούνε να του βγάλουνε τα χέρια που όπως ήταν μπρούμυτα τα είχε μπροστά του.

Και του τραβάνε τα χέρια, για να του τα βάλουνε πίσω, να του τα δέσουνε με wrap, γραβάτα, πώς τα λένε αυτά τα πλαστικά, όχι με χειροπέδες τα σιδερένια. Τη φάση τώρα ότι είχε γυαλί στο χέρι, ότι πήγε να μαχαιρώσει κάποιον δεν τα είδα, αλλά και δεν τα πιστεύω γιατί ό,τι και να σήκωσε θα το σήκωσε σε άμυνα, ότι “αφήστε με μη με πλησιάζετε”. Αποκλείεται στην κατάσταση που ήτανε να είχε τη δυνατότητα να επιτεθεί στον οποιονδήποτε. Σε εκείνη τη φάση εγώ είδα έναν αστυνομικό, ο οποίος είχε το γκλομπ το πτυσσόμενο ανοιχτό, αλλά δεν τον είδα να χτυπάει. Τώρα τον χτύπησε πιο πριν, δεν τον χτύπησε, εγώ δεν το έχω δει. Άλλοι λένε τον χτύπησε, εγώ δεν το έχω δει.»

«Τα χτυπήματα ήτανε δολοφονικά»

Φτάνουμε στο τέλος. Μερικές κουβέντες ακόμη και κλείσαμε. Ο Φ.Κ. πήγε χτες και κατέθεσε στον ανακριτή. Περιμένει τώρα τη δίκη και τη συνέχεια. Η αγανάκτηση βράζει μέσα του:

«Η φάση που είναι το παλικάρι πεσμένο κάτω και τρώει τα σουτ, τα σουτ ήτανε απίστευτα. Δηλαδή οι κλωτσιές που έτρωγε στο κεφάλι, δεν ξέρω, και να μην πέθανε από αυτό, να πέθανε από κάτι άλλο, τα χτυπήματα ήτανε δολοφονικά ρε παιδί μου. Κάλλιστα θα μπορούσε να έχει πεθάνει από μια κλωτσιά και μόνο. Το κεφάλι του έφευγε με τέτοια ένταση από τις κλωτσιές, που εγώ δεν μπορώ να το πετάξω, έτσι όπως έφευγε. Το οποίο χτύπαγε ρε φίλε, επάνω όπως είχε σπάσει το τζάμι, δεν μένουνε διάφορα κομμάτια τζαμιού πιασμένα απ’ το στόκο;. Το κεφάλι του κοπάναγε επάνω σε ό,τι είχε απομείνει από το σπασμένο το τζάμι. Και η φάση που φαίνεται στο βίντεο, που βάζει την κλωτσιά ο ιδιοκτήτης και του χώνει μία και του καρφώνει το κεφάλι κάτω, το κεφάλι δεν του το κάρφωσε πάνω στο πεζοδρόμιο. Του το κάρφωσε πάνω στα σπασμένα γυαλιά. Όπως έφαγε την κλωτσιά, από τη μία ήταν το πόδι του ιδιοκτήτη και από την άλλη τον έχει καρφώσει πάνω στα γυαλιά. Μιλάμε για αίμα πολύ, πάρα πολύ αίμα, από τα κοψίματα. Δεν ξέρω αν ήταν θανατηφόρα, αλλά όπου ακουμπούσε, ακουμπούσε πάνω σε σπασμένα γυαλιά και κοβότανε κι έτρεχε αίμα. Κι όταν ήρθε ο τραυματιοφορέας και του ‘δενε το κεφάλι, ματωμένα τώρα, ματωμένα τα χέρια του, το πρόσωπο μπλε μαρέν και τέτοια, μαύρος, κράταγε το λαιμό και με τα δύο χέρια, αλλά δεν ξέρω τώρα το αίμα που είδα στο λαιμό αν ήταν από πληγή στο λαιμό ή όχι. Και όσον αφορά ένα μαχαίρι που λένε, το μαχαίρι το είδα, όντως το είχε. Δεν το είδα καθόλου όσο ήτανε μέσα, δεν το είδα καθόλου όταν μπουσούλαγε να βγαίνει έξω. Όταν έξω τον είχανε που είχε φάει το ξύλο του θανάτου, λίγο πριν έρθει ο τραυματιοφορέας, λίγο πριν έρθουνε οι μπάτσοι, δεν ξέρω, το 'βγαλε από την τσέπη του, το βρήκε και το έπιασε κάτω, όπως έπιασε το γυαλί, αντί το γυαλί πιο μετά, βρήκε εκείνη την ώρα ένα μαχαίρι κι έπιασε; Αλλά ένα κουζινομάχαιρο της λαϊκής, έτσι, που κόβουνε κρεμμύδια. Δεν ήτανε μαχαίρι για ληστεία, κάποιος σουγιάς, κάτι απειλητικό. Δεν είδα πώς βρέθηκε στο χέρι του. Απλά είδα έναν τύπο, όχι απ’ αυτούς του δύο που τον χτυπάγανε, ένας άλλος με μαύρα, του πήρε το μαχαίρι και τον είχε ρε παιδιά, πολίτης τώρα κι αυτός, με το γόνατο καθισμένο κάτω και του είχε κολλήσει το μαχαίρι στην καρωτίδα. Και του λέω:

“Θα τόνε σφάξεις; Πάμε καλά; Δηλαδή τι γίνεται ρε π@@@@ εδώ πέρα;”»

Υ.Γ.: Κλείνουμε το κινητό, του λέμε «ευχαριστώ», πάμε να τα μαζέψουμε.

«Ξέρεις κάτι», μας λέει, «έχω ζήσει παρόμοιο σκηνικό πριν από κάτι χρόνια. Με τους Αγανακτισμένους στην πλατεία Συντάγματος που έχουν περιλάβει έναν ασφαλίτη και τον έχουν βάλει κάτω και τον βαράνε. Να τον κάνουν κομμάτια, δηλαδή. Και μπαίνουμε εγώ και δυο τρεις άλλοι ασπίδα και τον τρέχουμε στο κάτω μέρος της πλατείας που είχε μια διμοιρία ΜΑΤ, να μας βαράνε στο μεταξύ σε όλη τη διαδρομή. Και τον πετάω στα ΜΑΤ και τους λέω “πάρτε τον, δικός σας είναι”. Και για “ευχαριστώ”, μου ρίχνει ένας ΜΑΤατζής μία και με ψεκάζει. “Εμένα ρε βλάκα;”, του λέω…».




του Παντελή Μπουκάλα

Το πρώτο λιντσάρισμα στο κοσμηματοπωλείο της οδού Γλάδστωνος είχε δύο πρωταγωνιστές, τρεις-τέσσερις ένστολους επίκουρούς τους και αρκετούς κομπάρσους, ενθουσιωδώς ταγμένους στο πλευρό των πρωταγωνιστών.

Ο Ζακ Κωστόπουλος; Ο νεκρός; Όχι, αυτός δεν ήταν πρωταγωνιστής. Ένας σάκος του κικ μποξ ήταν. Όχι του απλού μποξ, γιατί τον κύριο ρόλο τον ανέλαβαν τα «λακτίσματα». Έτσι τα ονόμασαν, τάχα εξευγενίζοντάς τα, τα πρώτα ρεπορτάζ, τα οποία, εκτός από την οπτική και τη λογική της αστυνομίας, σπεύδουν να υιοθετήσουν και την ορολογία τους. Ένας σάκος φανερά πρόσφορος να δεχτεί τις κανιβαλικά τιμωρητικές κλωτσιές, που συνέχισαν να πέφτουν σε καταιγιστικό ρυθμό, ακόμα κι όταν ήταν οφθαλμοφανέστατο ότι δεν υπήρχε καμία απειλή. αν είχε όντως υπάρξει ποτέ.

Οι δύο πρωταγωνιστές, που κλωτσούσαν μανιωδώς το ανθρώπινο τόπι, και οι ένστολοι επίκουροί τους, που εξάντλησαν τη «νόμιμη βία» τους πάνω σ’ έναν άνθρωπο που κειτόταν ξέπνοος, δεν θα μπορούσαν να υποθέσουν (να φοβηθούν μάλλον) ότι κάποιο κινητό τηλέφωνο κατέγραφε το ανδραγάθημά τους. Αυτό που ήξεραν, αυτό που τους νομιμοποιούσε, ήταν ό,τι άκουγαν: κραυγές αρένας από τους προστρέξαντες, του τύπου «λιώστε τον τον αλήτη». κραυγές που μετά το φονικό συμπυκνώθηκαν στο χαιρέκακο «καλά τού κάνανε». Ήξεραν επίσης αυτό που έβλεπαν, ενόσω σωφρόνιζαν έναν «ληστή» που ενδέχεται να μην ήταν καν απλός κλέφτης: Μόνο ένας από τους παρισταμένους, όπως τουλάχιστον φαίνεται στο βίντεο, προσπάθησε να τους συγκρατήσει, να τους θυμίσει ίσως ότι το αγαθό της ζωής, κάθε ζωής, υπερτερεί αυτονοήτως οποιουδήποτε άλλου.

Κι έπειτα ήρθε η δεύτερη εφαρμογή του Λύντσειου ή Λύγχειου Νόμου, όπως τον έλεγαν τον 19ο αιώνα. Μαζικότερη τώρα, άρα και αποκαλυπτικότερη: Οι κραυγές έφυγαν από την Ομόνοια και κατακάλυψαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και όσους διαύλους παραδίδουν στο κοινό «μαθήματα αυτοάμυνας», με ασύγγνωστη ελαφρότητα.

Το «καλά τού κάνανε» ακούστηκε ανατριχιαστικότερο, πολλαπλασιασμένο από τους αμέτρητους τηλεβόες της ανώνυμης ή ψευδώνυμης κακοψυχίας, αλλά και από ορισμένους «επώνυμους», κυνικούς υποστηρικτές του κοινωνικού αυτοματισμού και του δικαιώματος στην αυτοδικία, ακόμα και με τη χρήση ασύμμετρης βίας: καραμπίνα εναντίον χαρτοκόπτη. Ήδη άλλωστε είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό ότι ο Ζακ Κωστόπουλος ήταν και τζάνκι και γκέι και οροθετικός και drag queen (αλλά και «ακτιβιστής κυρίως με αυτά τα θέματα», όπως ο ίδιος δήλωνε). Ένα σκουπίδι δηλαδή. Οπότε, σκούπα...

Σημείωμα του ιστολογίου:

Η συνέντευξη του αυτόπτη μάρτυρα, του μοναδικού από το φιλοθεάμον κοινό που προσπάθησε να αποτρέψει το λιντσάρισμα, και το άρθρο του Παντελή Μπουκάλα έχουν προηγηθεί χρονικά της δημοσιοποίησης από την εφ.συν του video που καταγράφει τη στάση των αστυνομικών.
Τελικά όμως πώς μπορούμε να ιεραρχήσουμε αυτά που πρέπει να φοβόμαστε περισσότερο;
  • τους φυσικούς αυτουργούς;
  • τους ηθικούς αυτουργούς;
  • τους ένστολους φύλακες της τάξης & ασφάλειας;
  • τους δικαστές με τα δυο μέτρα & δυο σταθμά;
  • τους απαθείς θεατές του λιντσαρίσματος;
  • ή το 3ο μεταθανάτιο λιντσάρισμα από τα ΜΜΕ & το internet;
Διαβάστε:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου