Ένας άντρας περιμένει στην ουρά του ταμείου -είναι κοντά στα 50,
ψαρομάλλης με αδύνατα πόδια και κοιλίτσα. Φορά ένα μαύρο κολλητό
t-shirt, στη στάμπα διακρίνεται ένα στρατιωτικό σύμβολο
-δύο μεγάλα
μαχαίρια που διαπερνούν χιαστί μια νεκροκεφαλή. «Είναι χρυσαυγίτης.
Έρχεται εδώ κάθε πρωί και παίρνει τον καφέ του», μου γνέφει ψιθυριστά η
Μαρία με αυλακωμένη φωνή. Τα «σημάδια» από τα νύχια του χρυσαυγίτικου
παραλογισμού είναι «ορατά» σε κάθε της λέξη. Έχει περάσει πολλά τον
τελευταίο ενάμιση χρόνο. Είδε το γιο της βουτηγμένο στα αίματα, έχοντας μαχαιρωθεί στο λαιμό, δέχθηκε εκατοντάδες τηλεφωνικές απειλές μέσα
στα άγρια χαράματα, απομονώθηκε από φίλους και γείτονες, συκοφαντήθηκε
εμμονικά, έχασε μια περιουσία στο κυνήγι της δικαιοσύνης. Σήμερα, το
φρικαλέο «φιλμ» που ξεκίνησε το Γενάρη του 2013, με την επίθεση δύο
εξωσχολικών χρυσαυγιτών στο παιδί της και κατέληξε στη
δεκαετή κάθειρξη του ενός εκ των δραστών, μοιάζει να οδεύει προς ένα
λυτρωτικό, για εκείνη, φινάλε. Τη ρωτώ πως αισθάνεται μετά την
καταδικαστική απόφαση. «Εγώ δεν ήθελα ούτε και θέλω να εκδικηθώ. Μονάχα
να δικαιωθώ. Κι εγώ και το παιδί μου αυτό θέλαμε. Να υπάρξει ένα είδος
δικαιοσύνης», λέει. Καθώς τελειώνει τη φράση της, ο μαυροντυμένος
χρυσαυγίτης περνά από δίπλα με τον καφέ στα χέρια. Παρατηρώ τη Μαρία να
του ρίχνει μια φευγαλέα ματιά. «Δεν θα πάψω ποτέ να φοβάμαι. Δύσκολα θα
ξαναγίνω ο ανθρώπος που ήμουν πριν από το συμβάν. Πρώτον, γιατί συνέβη
αυτό που συνέβη στο παιδί μου και δεύτερον γιατί ήρθα αντιμέτωπη με την
βία και την αδικία».