Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Οι δέκα μέρες της Αθήνας

του Τζέιμς Γκαλμπρέιθ

Πριν από πενήντα τέσσερα χρόνια, στην ομιλία του κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο πρόεδρος Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι δήλωσε «Δεν πρέπει να διαπραγματευόμαστε 
ποτέ εξαιτίας του φόβου». «Όμως δεν θα πρέπει ποτέ να φοβηθούμε να διαπραγματευθούμε».

Δεν επρόκειτο για τους κρισιμότερους ισχυρισμούς εκείνης της ομιλίας, μολαταύτα ήταν από τους σημαντικότερους. Ο στόχος αυτών των ισχυρισμών, που απευθύνονταν σκόπιμα και αναμφίβολα στη Σοβιετική Ένωση, ήταν να γνωστοποιήσουν την ανάγκη να τελειώσει ο ψυχρός πόλεμος χωρίς να καταλήξει σε μια σύρραξη και να μη συνεχίσει ο κόσμος να πλήττεται διαρκώς από καταιγίδες, από κινδύνους και υπό τη σκιά ενός πυρηνικού πολέμου.


Η σημερινή Ευρώπη έχει απέναντί της μια διαπραγμάτευση που αφορά το χρέος και την ύφεση της οικονομίας της Ελλάδας. Από τη μια πλευρά βρίσκεται η νέα ελληνική κυβέρνηση. Από την άλλη οι χρηματοοικονομικές δυνάμεις της Ευρώπης και του κόσμου. Σήμερα, όπως και τότε, το θέμα του φόβου δεν είναι δυνατό να υποτιμηθεί.


Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν τρία εργαλεία στη διάθεσή τους σ’ αυτή την αρχική φάση των διαπραγματεύσεων.


Πρώτο, η Ελλάδα έχει χρέη που λήγουν τη φετινή χρονιά, τα οποία δεν θα είναι σε θέση να επιστρέψει.


Δεύτερο, οι ελληνικές τράπεζες στηρίζονται στο ταμείο έκτακτης ανάγκης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το μέγεθος του οποίου θα μπορούσε να μειωθεί.


Tρίτο, η Ποσοτική Χαλάρωση παρέχει στην ΕΚΤ ένα εργαλείο ικανό να απομονώσει τις άλλες χώρες από τις επιπτώσεις του ελληνικού χαροπαλέματος.


Η Ευρώπη θα μπορούσε να αποφασίσει να χρησιμοποιήσει αυτά τα εργαλεία για να προωθήσει μια πολιτική απειλών χρήσιμη για τη συνέχιση της λιτότητας, των αποκλεισμών και της εξαθλίωσης στην Ελλάδα. Οι απειλές αιωρούνται στην ατμόσφαιρα.


Η Tele­graph μας παρείχε μια περίληψη της πρόσφατης συνεδρίασης των ευρωπαίων υπουργών οικονομικών που έλαβε χώρα στις 26 Ιανουαρίου: «Η ευρωζώνη απέκλεισε τη δυνατότητα διαγραφής του χρέους και προειδοποίησε το νέο συνασπισμό κατά της λιτότητας για την ανάγκη να σεβαστεί η νέα εκτελεστική εξουσία τις προηγούμενες συμφωνίες. Ο γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος, ο κύριος Στέφαν Στάιμπερτ, ισχυρίστηκε, απευθυνόμενος προς τους ολιγάρχες που συγκεντρώθηκαν στο Νταβός, ότι η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει όλα τα αναγκαία μέτρα για να συνεχιστεί η ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτό θα σήμαινε να τηρηθούν οι υποχρεώσεις που υπογράφτηκαν προηγουμένως, οι οποίες θα δέσμευαν τη σημερινή κυβέρνηση σε μια προκαθορισμένη πορεία μεταρρυθμίσεων.

Ή, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση που υιοθέτησε ο γερμανός υπουργός οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε τον περασμένο Δεκέμβριο, «οι νέες εκλογές δεν αλλάζουν τίποτα».


Για τους έλληνες αυτές οι δεσμεύσεις αποτελούν ένα ωμό αστείο. Ποια ανάκαμψη της οικονομίας; Ποιοι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν; Αν οι εκλογές δεν αλλάζουν τίποτα γιατί να τις κάνουν; Και φυσικά, η προϋπόθεση να τηρηθούν οι προηγούμενες δεσμεύσεις δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ξεροκέφαλο δόγμα.


Το αποτέλεσμα που επιτεύχθηκε χάρη στη νίκη του Σύριζα, είναι, πάνω απ΄ όλα, το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως όταν οι πολιτικές είναι λανθασμένες είναι αναγκαίο να αλλάξουν.  Ο άγγλος πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον συνόψισε τη σημερινή ελληνική προοπτική με το τυπικό βρετανικό under­sta­te­ment. «Αυτό που αποδεικνύουν οι ελληνικές εκλογές είναι ένα σημάδι των δυσκολιών που διέρχεται η παγκόσμια οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της ευρωζώνης».

Συμφωνούμε. Όταν οι πολιτικές αποτυγχάνουν, η οικονομία εξασθενεί. Οι έλληνες δεν είναι οι μόνοι που βλέπουν την αποτυχία μπροστά στα μάτια τους.

Όπως αναφέρει η Tele­graph, τα ζητήματα πάνω στο τραπέζι είναι δύο: η διαπραγμάτευση και το χρέος. Όσον αφορά το πρώτο, η Ελλάδα προτείνει να ξαναπάρει τον έλεγχο του πεπρωμένου της. Το πείραμα του εξωτερικού ελέγχου από την τρόικα υλοποιήθηκε ήδη. Τα αποτελέσματα είναι φανερά. Πρέπει να εφαρμοστούν νέες πολιτικές που θα έχουν ως στόχο να βοηθήσουν τους άπορους και τους πιο ευάλωτους, που θα χρησιμέψουν στη σταθεροποίηση της οικονομίας και θα ευνοήσουν την ανάκαμψη. Η εμπειρία των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων δεν υπήρξε θετική, αυτό είναι αναντίρρητο. Όμως, οι σκληρές κρίσεις και οι επιβολές όρων που ακολούθησαν προκάλεσαν μια καταστροφή.


Το θέμα της διαγραφής του χρέους είναι μόνο ως ένα βαθμό ζήτημα πόρων. Η εναλλακτική λύση που περιέχεται στην έκφραση «exten­ding and pre­ten­ding» είναι, στο κάτω- κάτω, μια μορφή  φορολογικής μεταφοράς. Αυτή η πρακτική, μολαταύτα, συνίσταται στο να σωρεύεται νέο χρέος στο ήδη υπάρχον, ακριβώς στον μηχανισμό μέσα από τον οποίο μια χώρα τίθεται υπό επιτήρηση, μόνιμα υποχρεωμένη να ζητάει ελεημοσύνη. 


Η διαγραφή θα συνέπιπτε με την επιστροφή της αυτονομίας. Είναι ακριβώς η μορφή και οι όροι μιας παρόμοιας μεταβίβασης που θα έπρεπε, σε ένα βαθμό, να είναι αντικείμενο των διαπραγματεύσεων. Συζητήσεις με σύντομες διορίες, εξαναγκασμός και τελεσίγραφα θα σήμαιναν πιθανά ότι η Ευρώπη έχει ήδη αποφασίσει να αποφύγει μια πραγματική συζήτηση, τινάζοντας στον αέρα τις συζητήσεις από την αρχή. Αν αυτή είναι η απόφαση, τότε το ιστορικό βάρος της, και το χάος που θα μπορούσε να ακολουθήσει, θα βαρύνει αυτούς που θα αναλάβουν την ευθύνη.

Πόση διαπραγματευτική ισχύ έχει η Ελλάδα; προφανώς όχι μεγάλη. Τα βαριά όπλα είναι από την άλλη πλευρά. Υπάρχει όμως κάτι. Ο πρωθυπουργός Τσίπρας και η ομάδα του
μπορούν να παρουσιάσουν τις απόψεις τους χωρίς να διατυπώσουν κανενός είδους απειλές.

Στη συνέχεια, η ευθύτητα και η ηθικότητα των αντισυμβαλλομένων τους θα πρέπει να τους ωθήσει να αφήσουν τα τρία όπλα που προαναφέραμε έξω από την πόρτα, παρέχοντας εγγύηση, ιδίως, φορολογικών πόρων και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας κατά τη διάρκεια των συνομιλιών. Αν συμβεί αυτό, οι διαπραγματεύσεις θα μπορέσουν να προχωρήσουν.

Όσον αφορά αυτό το τελευταίο σημείο ο έλληνας υπουργός οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, φαίνεται να έχει επιτύχει να έχει αξιοπιστία στη Γαλλία, στη Μεγάλη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποδεικνύοντας την ύπαρξη ενός λογικού χώρου για συζήτηση και αλλαγή. Ίσως να συμβεί το ίδιο στην Ιταλία μετά την επίσκεψη του υπουργού. Και η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ εκφράστηκε με μια μετριοπάθεια ανήκουστη στη Γερμανία. Είναι πιθανό να αντιλαμβάνεται και η ίδια ότι η επιλογή που θα πρέπει να κάνει θα καθορίσει το μέλλον ολόκληρης της Ευρώπης.


Σ’ αυτή την περίσταση, και τα δύο αποσπάσματα της ομιλίας του προέδρου Κένεντι που ετοίμασε, για την ακρίβεια, ο πατέρας μου, μοιάζουν να έχουν αξία. Η Ελλάδα δεν πρέπει να υποχρεωθεί να διαπραγματευθεί μέσα στον τρόμο. Και η Ευρώπη, από την πλευρά της, δεν πρέπει να φοβηθεί να διαπραγματευθεί με ηρεμία, χωρίς επιθετικότητα ούτε απειλές, με καλή πίστη.

 
μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
 
Πηγή: www.epohi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου